εὐθύς: Difference between revisions

1,210 bytes added ,  9 August 2017
Bailly1_2
(6_6)
(Bailly1_2)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐθύς''': εῖα, ύ, Ἰων. καὶ Ἐπικ. ἰθὺς (ὡς ἀείποτε ἐν Ἰλ. Ὀδ. καὶ Ἡρόδ.), ἴδε ἐν λέξ. [[ἰθύς]]. Εὐθύς, [[ἴσος]], [[εἴτε]] καθέτως, [[εἴτε]] ὀριζοντίως, ἀντίθ. τῷ [[σκολιός]] ἢ [[καμπύλος]], Πλάτ. κλ. εὐθ. [[πλόος]], ὁδὸς Πινδ. Ο. 6. 177, Ν. 1. 36. καὶ Ἀττ.· εὐθυτέρα ὁδὸς Ξεν. Κύρ. 1.3, 4· ὁδοὺς εὐθείας τέμνειν Θουκ. 2. 100· [[ῥόμβος]] ἀκόντων Πινδ. Ο. 13. 134· εὐθεία (δηλ. ὁδῷ), διὰ τῆς εὐθείας ὁδοῦ, Πλάτ. Νόμ. 716Α· εὐθεῖαν ἕρπε Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 195· τὴν εὐθεῖαν Εὐρ. Μήδ. 384· ἐπ’ εὐθείας Διόδ. 19. 38· ἴδε κάτωτ. 2 καὶ 3· οὕτω καί, εἰς τὸ εὐθὺ βλέπειν Ξεν. Ἱππ. 7. 17, κτλ.· τοῦ εὐθέος [[πλήρης]], κεκορεσμένος, βεβαρημένος ἀπὸ τοῦ νὰ πορεύηται τὴν εὐθεῖαν ὁδόν, [[αὐτόθι]] 14· ἡ ἐς τὸ εὐθὺ τῆς ῥητορικῆς ὁδός, ἡ [[εὐθεῖα]] ὁδὸς πρὸς..., Λουκ. Ρητ. Διδάσκ. 10. 2) ἐπὶ ἠθικῆς ἐννοίας, [[εὐθύς]], [[σαφής]], [[δίκαιος]], ῥῆτραι Τυρταῖος 2. 8· [[τόλμα]] Πινδ. Ο. 13. 15· [[δίκη]] ὁ αὐτ. Ν. 10. 22· κρῖνε δ’ εὐθεῖαν δίκην (ἴδε [[εὐθυδικία]] καὶ πρβλ. [[εὐθύνω]] ΙΙ) Αἰσχύλ. Εὐμ. 433· εὐθ. [[ἑταῖρος]] Σκόλ. Ἑλλ. 15. Bgk. ὁ εὐθὺς [[λόγος]] Εὐρ. Ἱππ. 492, πρβλ. Πινδ. Π. 3. 50· τὸ εὐθύ τε καὶ τὸ ἐλεύθερον Πλάτ. Θεαίτ. 173Α· ἀπὸ τοῦ εὐθέος λέγειν, λέγειν [[παρρησία]], φανερῶς, κατ’ εὐθεῖαν, ἀπροκαλύπτως, Θουκ. 3. 43· ἐκ τοῦ εὐθέος ὑπουργεῖν, φανερῶς, [[ἄνευ]] ἐπιφυλάξεως, ὁ αὐτ. 1. 34· καὶ ἐν τῷ θηλ., [[ἁπλῶς]] καὶ δι’ εὐθείας Πλούτ. 2. 408Ε· ἀπ’ εὐθείας [[αὐτόθι]] 57Α, ἐν Φαβ. 3. 3) ἡ [[εὐθεῖα]], ὡς οὐσιαστ., α) (ἐξυπακ. [[γραμμή]]), [[εὐθεῖα]] [[γραμμή]], Ἀριστ. π. Οὐρ. 2. 4, 2, Εὐκλείδ.· ἐπὶ τὴν αὐτὴν εὐθεῖαν, ἐπὶ τῆς αὐτῆς εὐθείας Πολύβ. 3. 113, 2 καὶ 3· ἐπὶ μίαν εὐθεῖαν [[αὐτόθι]] 8. β) (ἐξυπακ. [[πτῶσις]]) ἡ ὀνομαστ. Λατ. casus rectus, Διονύσ. Θρ. 632. 10, 635. 5, Δρακ. 18. 5, Ἀπολλ. Δυσκ. π. Ἀντων. 268C, 289Β, κτλ. Β. Ὡς Ἐπίρρ., εὐθὺς καὶ εὐθύ, ὧν τὸ μὲν πρῶτον [[κυρίως]] ἐπὶ χρόνου, τὸ δὲ δεύτερον ἐπὶ τόπου. Ι. εὐθύ, ἐπὶ τόπου, κατ’ εὐθεῖαν, εὐθὺ Πύλονδ’ ἐλάων Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 342· ἵετ’ εὐθὺ πρὸς τὰ νυμφικὰ λέχη Σοφ. Ο. Τ. 1242· εὐθὺ ἐπὶ Βαβυλῶνος, κατ’ εὐθεῖαν πρὸς..., Ξεν. Κύρ. 5. 2, 37· καὶ οὕτω [[μετὰ]] γεν., εὐθὺ τῶν κυρηβίων. εὐθὺ Πελλήνης Ἀριστοφ. Ἱππ. 254, Ὄρν. 1421· εὐθὺ τοῦ Διὸς ὁ αὐτ. ἐν Εἰρ. 68, 77, πρβλ. 819· εὐθὺ τῆς σωτηρίας [[αὐτόθι]] 301. πρβλ. Εὐριπ. Ἱππ. 1197, Θουκ. 8. 88, κτλ.· ἴδε [[ἰθύς]]. 2) = [[ἁπλῶς]], Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 8, 2, πρβλ. 9. 13, 2. 3) ἐνώπιον τινος, τοῦ δαιμονίου Πλάτ. Θεάγ. 129Α. ΙΙ. [[εὐθύς]], 1) ἐπὶ χρόνου, ὡς καὶ νῦν, [[εὐθύς]], ἀμέσως, ἐν τῷ ἅμα, Πινδ. Ο. 8. 54· ὁ δ’ εὐθὺς ὡς ἤκουσε Αἰσχυλ. Πέρσ. 361· ὁ δ’ εὐθὺς ἐξῴμωξεν Σοφ. Αἴ. 317· τὸ μὲν [[εὐθύς]], τὸ δὲ καὶ διανοούμενον Θουκ. 1. 1, πρβλ. 5. 3., 7. 77· συνδυαζόμενον μετ’ ἄλλων ἐπιρρηματικῶν λέξεων, [[τάχα]] δ’ εὐθὺς ἰών Πινδ. Π. 4. 147· εὐθὺς κατὰ [[τάχος]] Θουκ. 6. 101· εὐθὺς [[παραχρῆμα]] (ἴδε ἐν λ. [[παραχρῆμα]])· εὐθὺς ἀπ’ ἀρχῆς Ἀριστοφ. Εἰρ. 84· εὐθὺς ἐξ ἀρχῆς Ξεν. Κύρ. 7. 2, 16· ἐξ ἀρχῆς εὐθὺς Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 16. 9· εὐθὺς κατ’ ἀρχάς Πλάτ. Τίμ. 24C· ἀφ’ ἑσπέρας εὐθὺς ἤδη Λουκ. Ὄνειρος ἢ Ἀλεκτρ. 1· εὐθὺς ἐκ νέου, ἐκ παιδός, ἔτι ἐκ παιδικῆς ἡλικίας, Πλάτ. Πολ. 485D, 519Λ· εὐθὺς ἐκ παιδίου Ξεν. Κύρ. 1. 6, 20 (ἴδε ἐν λ. [[παῖς]] ΙΙ)· [[μετὰ]] μετοχ., εὐθὺς νέοι ὄντες Θουκ. 2. 39· τοῦ θέρους εὐθὺς ἀρχομένου, ἀμέσως κατὰ τὴν ἀρχὴν τοῦ θέρους, [[αὐτόθι]] 47· ἀρξάμενος εὐθὺς καθισταμένου τοῦ πολέμου, ἀπ’ αὐτῆς τῆς ἀρχῆς τοῦ πολέμου, ὁ αὐτ. 1. 1· εὐθὺς ἀποβεβηκότι, ἀμέσως κατὰ τὴν ἀπόβασιν [[αὐτοῦ]], ὁ αὐτ. 4. 43· εὐθὺς γενομένοις, κατὰ τὴν στιγμὴν τῆς γεννήσεως αὐτῶν, Πλάτ. Θεαίτ. 186Β. 2) σπανίως, ὡς τὸ εὐθύ, ἐπὶ τοπικῆς ἐννοίας. [[ὑπὲρ]] τῆς πόλεως [[εὐθύς]], κατ’ εὐθεῖαν [[ὑπεράνω]] τῆς πόλεως, Θουκ. 6. 96· τούτου εὐθὺς ἐχομένη, ἀμέσως πλησίον [[αὐτοῦ]], ὁ αὐτ. 8. 90, πρβλ. Θεόκρ. 25. 23· εὐθὺς ἐπὶ τὴν γέφυραν, Σπονδ. παρὰ Θουκ. 4. 118· τήν εὐθὺς Ἄργους καπηδαυρίας ὁδόν, τὴν ὁδὸν τὴν ἄγουσαν κατ’ εὐθεῖαν πρὸς τὸ Ἄργος, καί..., Εὐρ. Ἱππ. 1197 ([[φράσις]] ἣν ὁ Φώτ. σημειοῦται ὡς πλημμελῆ, ἴδε Δινδ. ἐν τόπῳ)· εὐθὺς Λυκείου Φερεκρ. ἐν «Μεταλλεῦσιν» 4: - ἀλλ’ ἡ [[χρῆσις]] αὕτη τοῦ εὐθὺς ἀντὶ τοῦ εὐθὺ κατέστη κοινοτέρα παρὰ μεταγεν., ὡς παρ’ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 1, 14., 2. 17, 6 καὶ 7., 4. 3, 5. 3) ἐπὶ τρόπου, κατ’ εὐθεῖαν, [[ἁπλῶς]], Πλατ. Μένων 100Α: φυσικῶς, ἀναντιρρήτως, φανερῶς, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 3. 2, 10, κ. ἀλλ.· [[ὡσαύτως]] ὡς τὸ [[αὐτίκα]] (ΙΙ)· παραδείγματος [[χάριν]], ἐπὶ τῷ πρώτῳ τυχόντι παραδείγματι, [[ὥσπερ]] [[ζῷον]] εὐθὺς ὁ αὐτ. Πολιτικ. 3. 4, 6, πρβλ. 8, π. Οὐρ. 2. 2, 1, κ. ἀλλ. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 167, 169. Γ. [[εὐθέως]], Ἐπιρρ. ἐν χρήσει ἀκριβῶς ὡς τὸ Ἐπιρρ... [[εὐθύς]], Σοφ. Αἴ. 31, Ο. Κ. 994, Εὐρ. Ἀποσπ. 31, Πλάτ. Φαίδων 63Α, κτλ.· αἰσθόμενος [[εὐθέως]], εὐθὺς ὡς ἐνόησε, Λυσ. 97. 22· [[ἐπεὶ]] [[εὐθέως]], εὐθὺς ὡς, Ξεν. Ἑλλ. 3. 2, 4· [[εὐθέως]] [[παραχρῆμα]] Ἀντιφῶν 113, 30, Δημ. 1237. 21· ἴδε ἀνωτ. Β. Ι. 2) ἀμέσως, κατ’ εὐθεῖαν, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 3. 14. 3) ὡς τὸ εὐθὺς Β. ΙΙ. 3, [[οἷον]] [[εὐθέως]], ὡς παραδείγματος [[χάριν]], Πολύβ. 6. 52. 1... 12. 5, 6.
|lstext='''εὐθύς''': εῖα, ύ, Ἰων. καὶ Ἐπικ. ἰθὺς (ὡς ἀείποτε ἐν Ἰλ. Ὀδ. καὶ Ἡρόδ.), ἴδε ἐν λέξ. [[ἰθύς]]. Εὐθύς, [[ἴσος]], [[εἴτε]] καθέτως, [[εἴτε]] ὀριζοντίως, ἀντίθ. τῷ [[σκολιός]] ἢ [[καμπύλος]], Πλάτ. κλ. εὐθ. [[πλόος]], ὁδὸς Πινδ. Ο. 6. 177, Ν. 1. 36. καὶ Ἀττ.· εὐθυτέρα ὁδὸς Ξεν. Κύρ. 1.3, 4· ὁδοὺς εὐθείας τέμνειν Θουκ. 2. 100· [[ῥόμβος]] ἀκόντων Πινδ. Ο. 13. 134· εὐθεία (δηλ. ὁδῷ), διὰ τῆς εὐθείας ὁδοῦ, Πλάτ. Νόμ. 716Α· εὐθεῖαν ἕρπε Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 195· τὴν εὐθεῖαν Εὐρ. Μήδ. 384· ἐπ’ εὐθείας Διόδ. 19. 38· ἴδε κάτωτ. 2 καὶ 3· οὕτω καί, εἰς τὸ εὐθὺ βλέπειν Ξεν. Ἱππ. 7. 17, κτλ.· τοῦ εὐθέος [[πλήρης]], κεκορεσμένος, βεβαρημένος ἀπὸ τοῦ νὰ πορεύηται τὴν εὐθεῖαν ὁδόν, [[αὐτόθι]] 14· ἡ ἐς τὸ εὐθὺ τῆς ῥητορικῆς ὁδός, ἡ [[εὐθεῖα]] ὁδὸς πρὸς..., Λουκ. Ρητ. Διδάσκ. 10. 2) ἐπὶ ἠθικῆς ἐννοίας, [[εὐθύς]], [[σαφής]], [[δίκαιος]], ῥῆτραι Τυρταῖος 2. 8· [[τόλμα]] Πινδ. Ο. 13. 15· [[δίκη]] ὁ αὐτ. Ν. 10. 22· κρῖνε δ’ εὐθεῖαν δίκην (ἴδε [[εὐθυδικία]] καὶ πρβλ. [[εὐθύνω]] ΙΙ) Αἰσχύλ. Εὐμ. 433· εὐθ. [[ἑταῖρος]] Σκόλ. Ἑλλ. 15. Bgk. ὁ εὐθὺς [[λόγος]] Εὐρ. Ἱππ. 492, πρβλ. Πινδ. Π. 3. 50· τὸ εὐθύ τε καὶ τὸ ἐλεύθερον Πλάτ. Θεαίτ. 173Α· ἀπὸ τοῦ εὐθέος λέγειν, λέγειν [[παρρησία]], φανερῶς, κατ’ εὐθεῖαν, ἀπροκαλύπτως, Θουκ. 3. 43· ἐκ τοῦ εὐθέος ὑπουργεῖν, φανερῶς, [[ἄνευ]] ἐπιφυλάξεως, ὁ αὐτ. 1. 34· καὶ ἐν τῷ θηλ., [[ἁπλῶς]] καὶ δι’ εὐθείας Πλούτ. 2. 408Ε· ἀπ’ εὐθείας [[αὐτόθι]] 57Α, ἐν Φαβ. 3. 3) ἡ [[εὐθεῖα]], ὡς οὐσιαστ., α) (ἐξυπακ. [[γραμμή]]), [[εὐθεῖα]] [[γραμμή]], Ἀριστ. π. Οὐρ. 2. 4, 2, Εὐκλείδ.· ἐπὶ τὴν αὐτὴν εὐθεῖαν, ἐπὶ τῆς αὐτῆς εὐθείας Πολύβ. 3. 113, 2 καὶ 3· ἐπὶ μίαν εὐθεῖαν [[αὐτόθι]] 8. β) (ἐξυπακ. [[πτῶσις]]) ἡ ὀνομαστ. Λατ. casus rectus, Διονύσ. Θρ. 632. 10, 635. 5, Δρακ. 18. 5, Ἀπολλ. Δυσκ. π. Ἀντων. 268C, 289Β, κτλ. Β. Ὡς Ἐπίρρ., εὐθὺς καὶ εὐθύ, ὧν τὸ μὲν πρῶτον [[κυρίως]] ἐπὶ χρόνου, τὸ δὲ δεύτερον ἐπὶ τόπου. Ι. εὐθύ, ἐπὶ τόπου, κατ’ εὐθεῖαν, εὐθὺ Πύλονδ’ ἐλάων Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 342· ἵετ’ εὐθὺ πρὸς τὰ νυμφικὰ λέχη Σοφ. Ο. Τ. 1242· εὐθὺ ἐπὶ Βαβυλῶνος, κατ’ εὐθεῖαν πρὸς..., Ξεν. Κύρ. 5. 2, 37· καὶ οὕτω [[μετὰ]] γεν., εὐθὺ τῶν κυρηβίων. εὐθὺ Πελλήνης Ἀριστοφ. Ἱππ. 254, Ὄρν. 1421· εὐθὺ τοῦ Διὸς ὁ αὐτ. ἐν Εἰρ. 68, 77, πρβλ. 819· εὐθὺ τῆς σωτηρίας [[αὐτόθι]] 301. πρβλ. Εὐριπ. Ἱππ. 1197, Θουκ. 8. 88, κτλ.· ἴδε [[ἰθύς]]. 2) = [[ἁπλῶς]], Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 8, 2, πρβλ. 9. 13, 2. 3) ἐνώπιον τινος, τοῦ δαιμονίου Πλάτ. Θεάγ. 129Α. ΙΙ. [[εὐθύς]], 1) ἐπὶ χρόνου, ὡς καὶ νῦν, [[εὐθύς]], ἀμέσως, ἐν τῷ ἅμα, Πινδ. Ο. 8. 54· ὁ δ’ εὐθὺς ὡς ἤκουσε Αἰσχυλ. Πέρσ. 361· ὁ δ’ εὐθὺς ἐξῴμωξεν Σοφ. Αἴ. 317· τὸ μὲν [[εὐθύς]], τὸ δὲ καὶ διανοούμενον Θουκ. 1. 1, πρβλ. 5. 3., 7. 77· συνδυαζόμενον μετ’ ἄλλων ἐπιρρηματικῶν λέξεων, [[τάχα]] δ’ εὐθὺς ἰών Πινδ. Π. 4. 147· εὐθὺς κατὰ [[τάχος]] Θουκ. 6. 101· εὐθὺς [[παραχρῆμα]] (ἴδε ἐν λ. [[παραχρῆμα]])· εὐθὺς ἀπ’ ἀρχῆς Ἀριστοφ. Εἰρ. 84· εὐθὺς ἐξ ἀρχῆς Ξεν. Κύρ. 7. 2, 16· ἐξ ἀρχῆς εὐθὺς Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 16. 9· εὐθὺς κατ’ ἀρχάς Πλάτ. Τίμ. 24C· ἀφ’ ἑσπέρας εὐθὺς ἤδη Λουκ. Ὄνειρος ἢ Ἀλεκτρ. 1· εὐθὺς ἐκ νέου, ἐκ παιδός, ἔτι ἐκ παιδικῆς ἡλικίας, Πλάτ. Πολ. 485D, 519Λ· εὐθὺς ἐκ παιδίου Ξεν. Κύρ. 1. 6, 20 (ἴδε ἐν λ. [[παῖς]] ΙΙ)· [[μετὰ]] μετοχ., εὐθὺς νέοι ὄντες Θουκ. 2. 39· τοῦ θέρους εὐθὺς ἀρχομένου, ἀμέσως κατὰ τὴν ἀρχὴν τοῦ θέρους, [[αὐτόθι]] 47· ἀρξάμενος εὐθὺς καθισταμένου τοῦ πολέμου, ἀπ’ αὐτῆς τῆς ἀρχῆς τοῦ πολέμου, ὁ αὐτ. 1. 1· εὐθὺς ἀποβεβηκότι, ἀμέσως κατὰ τὴν ἀπόβασιν [[αὐτοῦ]], ὁ αὐτ. 4. 43· εὐθὺς γενομένοις, κατὰ τὴν στιγμὴν τῆς γεννήσεως αὐτῶν, Πλάτ. Θεαίτ. 186Β. 2) σπανίως, ὡς τὸ εὐθύ, ἐπὶ τοπικῆς ἐννοίας. [[ὑπὲρ]] τῆς πόλεως [[εὐθύς]], κατ’ εὐθεῖαν [[ὑπεράνω]] τῆς πόλεως, Θουκ. 6. 96· τούτου εὐθὺς ἐχομένη, ἀμέσως πλησίον [[αὐτοῦ]], ὁ αὐτ. 8. 90, πρβλ. Θεόκρ. 25. 23· εὐθὺς ἐπὶ τὴν γέφυραν, Σπονδ. παρὰ Θουκ. 4. 118· τήν εὐθὺς Ἄργους καπηδαυρίας ὁδόν, τὴν ὁδὸν τὴν ἄγουσαν κατ’ εὐθεῖαν πρὸς τὸ Ἄργος, καί..., Εὐρ. Ἱππ. 1197 ([[φράσις]] ἣν ὁ Φώτ. σημειοῦται ὡς πλημμελῆ, ἴδε Δινδ. ἐν τόπῳ)· εὐθὺς Λυκείου Φερεκρ. ἐν «Μεταλλεῦσιν» 4: - ἀλλ’ ἡ [[χρῆσις]] αὕτη τοῦ εὐθὺς ἀντὶ τοῦ εὐθὺ κατέστη κοινοτέρα παρὰ μεταγεν., ὡς παρ’ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 1, 14., 2. 17, 6 καὶ 7., 4. 3, 5. 3) ἐπὶ τρόπου, κατ’ εὐθεῖαν, [[ἁπλῶς]], Πλατ. Μένων 100Α: φυσικῶς, ἀναντιρρήτως, φανερῶς, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 3. 2, 10, κ. ἀλλ.· [[ὡσαύτως]] ὡς τὸ [[αὐτίκα]] (ΙΙ)· παραδείγματος [[χάριν]], ἐπὶ τῷ πρώτῳ τυχόντι παραδείγματι, [[ὥσπερ]] [[ζῷον]] εὐθὺς ὁ αὐτ. Πολιτικ. 3. 4, 6, πρβλ. 8, π. Οὐρ. 2. 2, 1, κ. ἀλλ. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 167, 169. Γ. [[εὐθέως]], Ἐπιρρ. ἐν χρήσει ἀκριβῶς ὡς τὸ Ἐπιρρ... [[εὐθύς]], Σοφ. Αἴ. 31, Ο. Κ. 994, Εὐρ. Ἀποσπ. 31, Πλάτ. Φαίδων 63Α, κτλ.· αἰσθόμενος [[εὐθέως]], εὐθὺς ὡς ἐνόησε, Λυσ. 97. 22· [[ἐπεὶ]] [[εὐθέως]], εὐθὺς ὡς, Ξεν. Ἑλλ. 3. 2, 4· [[εὐθέως]] [[παραχρῆμα]] Ἀντιφῶν 113, 30, Δημ. 1237. 21· ἴδε ἀνωτ. Β. Ι. 2) ἀμέσως, κατ’ εὐθεῖαν, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 3. 14. 3) ὡς τὸ εὐθὺς Β. ΙΙ. 3, [[οἷον]] [[εὐθέως]], ὡς παραδείγματος [[χάριν]], Πολύβ. 6. 52. 1... 12. 5, 6.
}}
{{bailly
|btext=<span class="bld">1</span>εῖα, ύ;<br />droit, direct ; ἡ [[εὐθεῖα]] ([[ὁδός]]) la droite voie ; <i>fig.</i> sans détour, franc, sincère : ἀπὸ [[τοῦ]] εὐθέος THC, [[ἐκ]] [[τοῦ]] εὐθέος THC, δι’ εὐθείας PLUT, ἀπ’ εὐθείας PLUT sans détour, ouvertement, franchement;<br /><i>Cp.</i> εὐθύτερος.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[θέω]].<br /><span class="bld">2</span><i>adv.</i><br /><b>1</b> directement, droit : τὴν εὐθὺς Ἄργους ὁδόν EUR la route qui conduit directement à Argos;<br /><b>2</b> <i>en parl. du temps</i> tout de suite, aussitôt : εὐθὺς κατὰ [[τάχος]] THC, εὐθὺς [[ἐξ]] ἀρχῆς XÉN tout de suite, tout d’abord, sur-le-champ ; εὐθὺς [[ἐκ]] παιδός PLAT, εὐθὺς [[ἐκ]] παιδίου XÉN tout de suite au sortir de l’enfance, dès la plus tendre enfance ; εὐθὺς νέοι ὄντες THC dès la jeunesse ; εὐθὺς [[ὡς]] ESCHL aussitôt que ; [[οἷον]] [[εὐθύς]] PLUT précisément (<i>litt.</i> directement) par exemple.<br />'''Étymologie:''' cf. [[εὐθύς]].
}}
}}