ἑτερόφωνος: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_17)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἑτερόφωνος''': -ον, ἔχων διάφορον φωνήν, [[ἑτερόγλωσσος]], [[ἐντεῦθεν]], [[ξένος]] ἑτεροφώνῳ στρατῷ Αἰσχύλ. Θήβ. 170, [[ἔνθα]] ἡ [[λέξις]] [[ἴσως]] [[εἶναι]] [[γλώσσημα]]· [[διότι]] τὸ [[μέτρον]] ἀπαιτεῖ λέξ. οἵαν ὁ Ἔρμαννος προτείνει: ἑτεροβάγμονι στρατῷ.
|lstext='''ἑτερόφωνος''': -ον, ἔχων διάφορον φωνήν, [[ἑτερόγλωσσος]], [[ἐντεῦθεν]], [[ξένος]] ἑτεροφώνῳ στρατῷ Αἰσχύλ. Θήβ. 170, [[ἔνθα]] ἡ [[λέξις]] [[ἴσως]] [[εἶναι]] [[γλώσσημα]]· [[διότι]] τὸ [[μέτρον]] ἀπαιτεῖ λέξ. οἵαν ὁ Ἔρμαννος προτείνει: ἑτεροβάγμονι στρατῷ.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />de son différent, <i>càd</i> qui parle une autre langue.<br />'''Étymologie:''' [[ἕτερος]], [[φωνή]].
}}
}}