3,252,024
edits
(6_16) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὐθήμων''': -ον, γεν. ονος, ([[τίθημι]]) [[καλῶς]] τεταγμένος, ἐν τάξει εὐρισκόμενος, [[εὔτακτος]]· ἐπὶ ὀρνίθων, ἡ [[σίττη]]... τὴν διάνοιαν [[εὔθικτος]] καὶ [[εὐθήμων]] καὶ [[εὐβίοτος]] Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 17, 1., 32. 3· εὐθήμονι μέλπων ἀοιδῇ, «εὖ διατεθειμένῃ, εὐρύθμῳ, εὐποιήτῳ» Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 569. ΙΙ. τακτοποιῶν, βάλλων εἰς τάξιν τὰ πράγματα, [[μετὰ]] γεν., δμωαὶ γυναῖκες, δωμάτων εὐθήμονες, «εὖ τιθεῖσαι τὰ κατὰ τὸν οἶκον» (Σχόλ.) Αἰσχύλ. Χο. 84. | |lstext='''εὐθήμων''': -ον, γεν. ονος, ([[τίθημι]]) [[καλῶς]] τεταγμένος, ἐν τάξει εὐρισκόμενος, [[εὔτακτος]]· ἐπὶ ὀρνίθων, ἡ [[σίττη]]... τὴν διάνοιαν [[εὔθικτος]] καὶ [[εὐθήμων]] καὶ [[εὐβίοτος]] Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 17, 1., 32. 3· εὐθήμονι μέλπων ἀοιδῇ, «εὖ διατεθειμένῃ, εὐρύθμῳ, εὐποιήτῳ» Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 569. ΙΙ. τακτοποιῶν, βάλλων εἰς τάξιν τὰ πράγματα, [[μετὰ]] γεν., δμωαὶ γυναῖκες, δωμάτων εὐθήμονες, «εὖ τιθεῖσαι τὰ κατὰ τὸν οἶκον» (Σχόλ.) Αἰσχύλ. Χο. 84. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ων, ον :<br />qui met tout en ordre.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[τίθημι]]. | |||
}} | }} |