εὐμίσητος: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_12)
(Bailly1_2)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐμίσητος''': ῑ, ον, ἀξιομίσητος, Ξεν. Κύρ. 3. 1, 9, ἐν τῷ Ὑπερθ.
|lstext='''εὐμίσητος''': ῑ, ον, ἀξιομίσητος, Ξεν. Κύρ. 3. 1, 9, ἐν τῷ Ὑπερθ.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />tout à fait détestable;<br /><i>Sp.</i> εὐμισητότατος.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[μισέω]].
}}
}}