3,274,522
edits
(6_15) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπιμαστίδιος''': -ον, (μαστὸς) ὁ θηλάζων ἔτι, βλαχαὶ δ’ αἱματόεσσαι τῶν ἐπιμαστιδίων... βρέμονται Αἰσχύλ. Θήβ. 349· ἐπιμαστίδιον γόνον Σοφ. Ἀποσπ. 962· ἐπιμαστίδιον [[τότε]] [[βρέφος]] ἔτι, δηλ. ἔτι ἐν γάλακτι, Εὐρ. Ι. Τ. 231, κτλ. | |lstext='''ἐπιμαστίδιος''': -ον, (μαστὸς) ὁ θηλάζων ἔτι, βλαχαὶ δ’ αἱματόεσσαι τῶν ἐπιμαστιδίων... βρέμονται Αἰσχύλ. Θήβ. 349· ἐπιμαστίδιον γόνον Σοφ. Ἀποσπ. 962· ἐπιμαστίδιον [[τότε]] [[βρέφος]] ἔτι, δηλ. ἔτι ἐν γάλακτι, Εὐρ. Ι. Τ. 231, κτλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qui est à la mamelle.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[μαστός]]. | |||
}} | }} |