3,277,121
edits
(6_11) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὐηθικός''': -ή, -όν, ὡς [[εὐήθης]], ἔχων καλὸν [[ἦθος]], μὲ «καλὰ φυσικά», Πλάτ. Πολ. 343C, Χαρμ. 175C. 2) [[ἀνόητος]], [[μωρός]], εὐηθικώτερόν ἐστί τι Ἀριστ. Φυσ. 4. 10, 8. - Ἐπίρρ. -κῶς, Ἀριστοφ. Νεφ. 1258· εὐηθ. ἔχειν Πλάτ. Ἱππ. μείζων 301D. | |lstext='''εὐηθικός''': -ή, -όν, ὡς [[εὐήθης]], ἔχων καλὸν [[ἦθος]], μὲ «καλὰ φυσικά», Πλάτ. Πολ. 343C, Χαρμ. 175C. 2) [[ἀνόητος]], [[μωρός]], εὐηθικώτερόν ἐστί τι Ἀριστ. Φυσ. 4. 10, 8. - Ἐπίρρ. -κῶς, Ἀριστοφ. Νεφ. 1258· εὐηθ. ἔχειν Πλάτ. Ἱππ. μείζων 301D. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />qui convient à un homme simple, simple, honnête.<br />'''Étymologie:''' [[εὐήθης]]. | |||
}} | }} |