εὐηθικός: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_11)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐηθικός''': -ή, -όν, ὡς [[εὐήθης]], ἔχων καλὸν [[ἦθος]], μὲ «καλὰ φυσικά», Πλάτ. Πολ. 343C, Χαρμ. 175C. 2) [[ἀνόητος]], [[μωρός]], εὐηθικώτερόν ἐστί τι Ἀριστ. Φυσ. 4. 10, 8. - Ἐπίρρ. -κῶς, Ἀριστοφ. Νεφ. 1258· εὐηθ. ἔχειν Πλάτ. Ἱππ. μείζων 301D.
|lstext='''εὐηθικός''': -ή, -όν, ὡς [[εὐήθης]], ἔχων καλὸν [[ἦθος]], μὲ «καλὰ φυσικά», Πλάτ. Πολ. 343C, Χαρμ. 175C. 2) [[ἀνόητος]], [[μωρός]], εὐηθικώτερόν ἐστί τι Ἀριστ. Φυσ. 4. 10, 8. - Ἐπίρρ. -κῶς, Ἀριστοφ. Νεφ. 1258· εὐηθ. ἔχειν Πλάτ. Ἱππ. μείζων 301D.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui convient à un homme simple, simple, honnête.<br />'''Étymologie:''' [[εὐήθης]].
}}
}}