εὐσύνετος: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_16)
(Bailly1_2)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐσύνετος''': -ον, Ἀρχ. Ἀττ. εὐξύνετος, ον, ὁ ἔχων σύνεσιν, [[συνετός]], ὁ ἔχων ταχεῖαν ἀντίληψιν, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 6. 10, 4, εὐσυνετώτεροι εἰς [[ταῦτα]] [[αὐτόθι]] 10, 9, 21: - Συγκρ. Ἐπίρρ. - ετώτερον, Θουκ. 4. 18: - τὸ εὐσύνετον = [[εὐσυνεσία]], Συλλ. Ἐπιγρ. 4816. ΙΙ. εὐκόλως ἐννοούμενος, [[εὐκατάληπτος]], Εὐρ. Ι. Τ. 1092.
|lstext='''εὐσύνετος''': -ον, Ἀρχ. Ἀττ. εὐξύνετος, ον, ὁ ἔχων σύνεσιν, [[συνετός]], ὁ ἔχων ταχεῖαν ἀντίληψιν, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 6. 10, 4, εὐσυνετώτεροι εἰς [[ταῦτα]] [[αὐτόθι]] 10, 9, 21: - Συγκρ. Ἐπίρρ. - ετώτερον, Θουκ. 4. 18: - τὸ εὐσύνετον = [[εὐσυνεσία]], Συλλ. Ἐπιγρ. 4816. ΙΙ. εὐκόλως ἐννοούμενος, [[εὐκατάληπτος]], Εὐρ. Ι. Τ. 1092.
}}
{{bailly
|btext=<i>anc. att.</i> [[εὐξύνετος]];<br />ος, ον :<br /><b>1</b> qui comprend aisément, intelligent;<br /><b>2</b> facile à comprendre;<br /><i>Cp.</i> εὐσυνετώτερος.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[συνίημι]].
}}
}}