εὐωδία: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_23)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐωδία''': Ἰων. -ίη, ἡ, ὡς καὶ νῦν, ἡδεῖα [[ὀσμή]], Ἡρόδ. 4. 75. Ξεν. Συμπ. 2. 3· ἐν τῷ πληθ., Πλάτ. Τιμ. 65Α· ἀλλ’ ἐν τῷ πληθ. [[ὡσαύτως]], εὐώδεις οὐσίαι, Διόδ. 1. 84.
|lstext='''εὐωδία''': Ἰων. -ίη, ἡ, ὡς καὶ νῦν, ἡδεῖα [[ὀσμή]], Ἡρόδ. 4. 75. Ξεν. Συμπ. 2. 3· ἐν τῷ πληθ., Πλάτ. Τιμ. 65Α· ἀλλ’ ἐν τῷ πληθ. [[ὡσαύτως]], εὐώδεις οὐσίαι, Διόδ. 1. 84.
}}
{{bailly
|btext=ας, <i>ion.</i> -ίη, ης (ἡ) :<br />bonne odeur.<br />'''Étymologie:''' [[εὐώδης]].
}}
}}