ἐπίσκοπος: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_14)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπίσκοπος''': ὁ, (σκοπὸς 1) ὁ [[ἀγρύπνως]] ἐπιτηρῶν καὶ φυλάττων τι, [[φύλαξ]], ἦ γὰρ ὄλωλας [[ἐπίσκοπος]], ὃς τέ μιν αὐτὴν ῥύσκευ (δηλ. τὴν πόλιν), περὶ τοῦ Ἕκτορος, Ἰλ. Ω. 729· [[ἐπίσκοπος]]... ὁδαίων, «ὁ τῶν ἐφοδίων [[ταμίας]]» (Εὐστ.), Ὀδ. Θ. 163· ἐπίσκοποι ἁρμονιάων, ἐπόπται, ἔφοροι τῶν συνθηκῶν, ἐπὶ τῶν θεῶν, Ἰλ. Χ. 255· νεκροὺ γ’ ἐπίσκοποι, φύλακες, Σοφ. Ἀντ. 217· πορεύονται γὰρ οἵδε δή τινες χρόνῳ παλαιοί, σῆς ἕδρας ἐπίσκοποι, πρὸς ἐπίσκεψιν, [[ὅπως]] ἐπισκοπήσωσιν, ὁ αὐτ. Ο. Κ. 112· ἐπ. ὀϊστῶν, ἐπὶ τοξότου (πρβλ. [[ἄναξ]] κώπης), Θεόκρ. 24. 105· [[παιδαγωγός]], Πλάτ. Νόμ. 795D· [[ἐπόπτης]], ἐπ. σωφροσύνης καὶ ὕβρεως [[αὐτόθι]] 849Α· ― ἰδίως ἐπὶ πολιούχων ἢ προστατευτικῶν θεῶν (πρβλ. [[ἐπισκοπέω]]), Παλλὰς ἐπ. Σόλων 15. 3· [[δίκη]] Πλάτ. Νόμοι 872Ε· Κλειὼ ἐπ. χερνίβων Σιμωνίδ. 74· Χάριτες Μινυᾶν ἐπ. Πινδ. Ο. 14. 5· θεοὶ ἐπ. ἀγορᾶς Αἰσχύλ. Θήβ. 272· πατρῴων δωμάτων ἐπ. ὁ αὐτ. Χο 126· τὸ δεινὸν... φρενῶν ἐπίσκοπον ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 518· νυχίων φθεγμάτων ἐπ., ἐπὶ τοῦ Βάκχου, Σοφ. Ἀντ. 1148· σπανίως [[μετὰ]] δοτ., πᾶσι γὰρ ἐπ. ἐτάχθη... Νέμεσις Πλάτ. Νόμοι 717D· Δίκη ἐπ. [[αὐτόθι]] 872Ε. 2) [[κατάσκοπος]], [[μετὰ]] δοτ., ἐπ. Τρώεσσιν ἐπίσκοπον Κ. 38· ἢ νήεσσιν [[ἐπίσκοπος]] ἡμετέρῃσιν [[αὐτόθι]] 342. 3) οἱ Ἀθηναῖοι συνείθιζον νὰ ἀποστέλλωσι δημοσίους λειτουργούς, οἵτινες ἐκαλοῦντο ἐπίσκοποι, [[ἤτοι]] ἐπόπται, πρὸς διοίκησιν τῶν ὑποτελῶν [[πόλεων]], ὡς οἱ τῶν Λακεδαιμονίων ἁρμοσταί, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1023, Συλλ. Ἐπιγρ. 73, 73b (προσθῆκ.). 4) ἐκκλησιαστικὸς [[ἐπόπτης]] κατὰ τοὺς ἀποστολικοὺς χρόνους = πρεσβύτερος, Πράξ. Ἀποστ. κ΄, 28, Ἐπ. Φιλ. α΄, 1, πρὸς Τιμόθ. Α΄, γ΄. 2, Τίτ. 1. 7· ἀλλ’ ἀπὸ τοῦ Ἰγνατίου καὶ [[ἐφεξῆς]] [[ἐπίσκοπος]], ἐν τῇ σημερινῇ σημασίᾳ τῆς λέξεως.
|lstext='''ἐπίσκοπος''': ὁ, (σκοπὸς 1) ὁ [[ἀγρύπνως]] ἐπιτηρῶν καὶ φυλάττων τι, [[φύλαξ]], ἦ γὰρ ὄλωλας [[ἐπίσκοπος]], ὃς τέ μιν αὐτὴν ῥύσκευ (δηλ. τὴν πόλιν), περὶ τοῦ Ἕκτορος, Ἰλ. Ω. 729· [[ἐπίσκοπος]]... ὁδαίων, «ὁ τῶν ἐφοδίων [[ταμίας]]» (Εὐστ.), Ὀδ. Θ. 163· ἐπίσκοποι ἁρμονιάων, ἐπόπται, ἔφοροι τῶν συνθηκῶν, ἐπὶ τῶν θεῶν, Ἰλ. Χ. 255· νεκροὺ γ’ ἐπίσκοποι, φύλακες, Σοφ. Ἀντ. 217· πορεύονται γὰρ οἵδε δή τινες χρόνῳ παλαιοί, σῆς ἕδρας ἐπίσκοποι, πρὸς ἐπίσκεψιν, [[ὅπως]] ἐπισκοπήσωσιν, ὁ αὐτ. Ο. Κ. 112· ἐπ. ὀϊστῶν, ἐπὶ τοξότου (πρβλ. [[ἄναξ]] κώπης), Θεόκρ. 24. 105· [[παιδαγωγός]], Πλάτ. Νόμ. 795D· [[ἐπόπτης]], ἐπ. σωφροσύνης καὶ ὕβρεως [[αὐτόθι]] 849Α· ― ἰδίως ἐπὶ πολιούχων ἢ προστατευτικῶν θεῶν (πρβλ. [[ἐπισκοπέω]]), Παλλὰς ἐπ. Σόλων 15. 3· [[δίκη]] Πλάτ. Νόμοι 872Ε· Κλειὼ ἐπ. χερνίβων Σιμωνίδ. 74· Χάριτες Μινυᾶν ἐπ. Πινδ. Ο. 14. 5· θεοὶ ἐπ. ἀγορᾶς Αἰσχύλ. Θήβ. 272· πατρῴων δωμάτων ἐπ. ὁ αὐτ. Χο 126· τὸ δεινὸν... φρενῶν ἐπίσκοπον ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 518· νυχίων φθεγμάτων ἐπ., ἐπὶ τοῦ Βάκχου, Σοφ. Ἀντ. 1148· σπανίως [[μετὰ]] δοτ., πᾶσι γὰρ ἐπ. ἐτάχθη... Νέμεσις Πλάτ. Νόμοι 717D· Δίκη ἐπ. [[αὐτόθι]] 872Ε. 2) [[κατάσκοπος]], [[μετὰ]] δοτ., ἐπ. Τρώεσσιν ἐπίσκοπον Κ. 38· ἢ νήεσσιν [[ἐπίσκοπος]] ἡμετέρῃσιν [[αὐτόθι]] 342. 3) οἱ Ἀθηναῖοι συνείθιζον νὰ ἀποστέλλωσι δημοσίους λειτουργούς, οἵτινες ἐκαλοῦντο ἐπίσκοποι, [[ἤτοι]] ἐπόπται, πρὸς διοίκησιν τῶν ὑποτελῶν [[πόλεων]], ὡς οἱ τῶν Λακεδαιμονίων ἁρμοσταί, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1023, Συλλ. Ἐπιγρ. 73, 73b (προσθῆκ.). 4) ἐκκλησιαστικὸς [[ἐπόπτης]] κατὰ τοὺς ἀποστολικοὺς χρόνους = πρεσβύτερος, Πράξ. Ἀποστ. κ΄, 28, Ἐπ. Φιλ. α΄, 1, πρὸς Τιμόθ. Α΄, γ΄. 2, Τίτ. 1. 7· ἀλλ’ ἀπὸ τοῦ Ἰγνατίου καὶ [[ἐφεξῆς]] [[ἐπίσκοπος]], ἐν τῇ σημερινῇ σημασίᾳ τῆς λέξεως.
}}
{{bailly
|btext=<span class="bld">1</span>ου (ὁ, ἡ)<br />qui observe, qui veille sur :<br /><b>1</b> gardien, protecteur (d’une cité, <i>etc.</i>);<br /><b>2</b> surveillant, espion : τινι qui observe qqn <i>ou</i> qch (une armée, une flotte);<br /><b>3</b> <i>particul. à Athènes</i>, magistrat qu’on envoyait rendre la justice dans les cités sujettes;<br /><b>4</b> <i>t. eccl.</i> intendant <i>ou</i> chef ecclésiastique ; <i>postér.</i> évêque.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπισκέπτομαι]].<br /><span class="bld">2</span>ος, ον :<br />qui atteint le but : νίκης ESCHL qui remporte la victoire ; <i>fig.</i> ἄτης ἐπίσκοπον [[μέλος]] SOPH chant <i>ou</i> gémissement d’un homme qui mesure toute l’étendue d’une infortune ; <i>plur. neutre adv.</i> • ἐπίσκοπα τοξεύειν HDT lancer une flèche droit au but.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[σκοπός]].
}}
}}