3,274,919
edits
(6_15) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὐχείρωτος''': -ον, ([[χειρόω]]) ὁ ῥᾳδίως χειρούμενος, καταβαλλόμενος, Αἰσχύλ. Πέρσ. 452, Ξεν. Ἑλλ. 5. 3, 4. - Ἐν Ξεν. Κύρ. Παιδ. 1. 6, 36. Οἰκ. 8, 4, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 14, 7, κτλ., ὑπάρχει Ὑπερθ. εὐχειρότατος ἀντὶ εὐχειρωτότατος, ἴδε Λοβεκ. Παραλ. σ. 38. | |lstext='''εὐχείρωτος''': -ον, ([[χειρόω]]) ὁ ῥᾳδίως χειρούμενος, καταβαλλόμενος, Αἰσχύλ. Πέρσ. 452, Ξεν. Ἑλλ. 5. 3, 4. - Ἐν Ξεν. Κύρ. Παιδ. 1. 6, 36. Οἰκ. 8, 4, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 14, 7, κτλ., ὑπάρχει Ὑπερθ. εὐχειρότατος ἀντὶ εὐχειρωτότατος, ἴδε Λοβεκ. Παραλ. σ. 38. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />facile à prendre, à soumettre;<br /><i>Sp.</i> εὐχειρωτότατος.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[χειρόω]]. | |||
}} | }} |