ἡδύγλωσσος: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_17)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἡδύγλωσσος''': -ον, ἡδεῖαν γλῶσσαν ἔχων, [[ἡδέως]] ὁμιλῶν, βοὰ κάρυκος Πίνδ. Ο. 13. 142· - ἡδυγλωσσία, ἡ, [[γλυκύτης]] γλώσσης, ὁμιλίας.
|lstext='''ἡδύγλωσσος''': -ον, ἡδεῖαν γλῶσσαν ἔχων, [[ἡδέως]] ὁμιλῶν, βοὰ κάρυκος Πίνδ. Ο. 13. 142· - ἡδυγλωσσία, ἡ, [[γλυκύτης]] γλώσσης, ὁμιλίας.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />à la voix agréable.<br />'''Étymologie:''' [[ἡδύς]], [[γλῶσσα]].
}}
}}