ἡμίβρωτος: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_23)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἡμίβρωτος''': κατὰ τὸ ἥμισυ βεβρωμένος, Ξεν. Ἀν. 1. 9, 26, Ἀξιόνικ. Χαλκ. 2.
|lstext='''ἡμίβρωτος''': κατὰ τὸ ἥμισυ βεβρωμένος, Ξεν. Ἀν. 1. 9, 26, Ἀξιόνικ. Χαλκ. 2.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />à moitié mangé.<br />'''Étymologie:''' ἡμι-, [[βιβρώσκω]].
}}
}}