ἡμερόω: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_14)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἡμερόω''': μέλλ. -ώσω. ([[ἥμερος]]) ἐξημερώνω, ποιῶ ἥμερον, 1) [[κυρίως]] ἐπί ἀγρίων θηρίων, Πλάτ. Πολιτ. 493Β, Ἀριστ. Ι. Ζ. 1. 1, 28. 2) ἐπί φυτῶν, καλλιεργῶ, περιποιοῦμαι, Ἱππ. Ἀέρ. 288, Θεόφρ. Αἰτ. Φυτ. 2. 14, 1: 3) ἐπί χωρῶν, [[καθαρίζω]] ἀπαλλάτων ἀπό λῃστῶν καί ἀγρίων θηρίων, ὡς ἔπραξαν ὁ [[Ἡρακλῆς]] καί ὁ [[Θησεύς]], ναυτιλίαισι πορθμόν ἁμερώσας Πίνδ. Ι. 4. 98 (3. 75)· χθόνα ἀνήμερον τιθέντες ἡμερωμένην Αἰσχύλ. Εὐμ. 14· ἤ, καλλιεργῶ, Θεόφρ. Αἰτ. Φυτ. 5. 15, 6, κ. άλλ.· ἐπί ἀνθρώπων, ἐκπολιτίζω, [[μεταδίδω]] τὸν πολιτισμόν, Πλάτ. Νόμ. 937D, κλ. 4) ἐπί ἀνθρώπων [[ὡσαύτως]], [[πραΰνω]], ἀντίθ. τῷ [[ἀγριαίνω]], λόγῳ Πλάτ. Πολ. 554D· ἁρμονίᾳ τε καί ῥυθμῷ [[αὐτόθι]] 442 Α· καί εν τῷ παθ., [[αὐτόθι]] 493Β· δώροις ἡμεροῦσθαι ὁ αὐτ. Νόμ. 906D· ὑπό παιδείας [[αὐτόθι]] 935 Α. β) [[ὡσαύτως]], ἐξημερώνω διὰ κατακτήσεως, [[ὑποτάσσω]], ἡμερώσας δὲ Αἴγυπτον ἐξυβρίσασαν Ἡρόδ. 7. 5· καί [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ πᾶν [[ἔθνος]] ἡμερούμενον βασιλέϊ 5. 2, πρβλ. 4. 118.
|lstext='''ἡμερόω''': μέλλ. -ώσω. ([[ἥμερος]]) ἐξημερώνω, ποιῶ ἥμερον, 1) [[κυρίως]] ἐπί ἀγρίων θηρίων, Πλάτ. Πολιτ. 493Β, Ἀριστ. Ι. Ζ. 1. 1, 28. 2) ἐπί φυτῶν, καλλιεργῶ, περιποιοῦμαι, Ἱππ. Ἀέρ. 288, Θεόφρ. Αἰτ. Φυτ. 2. 14, 1: 3) ἐπί χωρῶν, [[καθαρίζω]] ἀπαλλάτων ἀπό λῃστῶν καί ἀγρίων θηρίων, ὡς ἔπραξαν ὁ [[Ἡρακλῆς]] καί ὁ [[Θησεύς]], ναυτιλίαισι πορθμόν ἁμερώσας Πίνδ. Ι. 4. 98 (3. 75)· χθόνα ἀνήμερον τιθέντες ἡμερωμένην Αἰσχύλ. Εὐμ. 14· ἤ, καλλιεργῶ, Θεόφρ. Αἰτ. Φυτ. 5. 15, 6, κ. άλλ.· ἐπί ἀνθρώπων, ἐκπολιτίζω, [[μεταδίδω]] τὸν πολιτισμόν, Πλάτ. Νόμ. 937D, κλ. 4) ἐπί ἀνθρώπων [[ὡσαύτως]], [[πραΰνω]], ἀντίθ. τῷ [[ἀγριαίνω]], λόγῳ Πλάτ. Πολ. 554D· ἁρμονίᾳ τε καί ῥυθμῷ [[αὐτόθι]] 442 Α· καί εν τῷ παθ., [[αὐτόθι]] 493Β· δώροις ἡμεροῦσθαι ὁ αὐτ. Νόμ. 906D· ὑπό παιδείας [[αὐτόθι]] 935 Α. β) [[ὡσαύτως]], ἐξημερώνω διὰ κατακτήσεως, [[ὑποτάσσω]], ἡμερώσας δὲ Αἴγυπτον ἐξυβρίσασαν Ἡρόδ. 7. 5· καί [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ πᾶν [[ἔθνος]] ἡμερούμενον βασιλέϊ 5. 2, πρβλ. 4. 118.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />adoucir une nature sauvage :<br /><b>1</b> apprivoiser;<br /><b>2</b> purger de bêtes sauvages, de brigands, rendre habitable;<br /><b>3</b> civiliser, adoucir, conquérir par la douceur, subjuguer;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἡμερόομαι-οῦμαι se concilier, subjuguer, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ἥμερος]].
}}
}}