ζηλοδοτήρ: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_12)
(Bailly1_2)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ζηλοδοτήρ''': -ῆρος, ὁ, [[πάροχος]] εὐδαιμονίας, μακαριότητος, κατ’ ἄλλους, ὁ ἐμβάλλων εὐγενῆ ὁρμήν, [[Διόνυσος]] Ἀνθ. Π. 9. 524, 7.
|lstext='''ζηλοδοτήρ''': -ῆρος, ὁ, [[πάροχος]] εὐδαιμονίας, μακαριότητος, κατ’ ἄλλους, ὁ ἐμβάλλων εὐγενῆ ὁρμήν, [[Διόνυσος]] Ἀνθ. Π. 9. 524, 7.
}}
{{bailly
|btext=ῆρος;<br /><i>adj. m.</i><br />qui procure des biens enviables (Bacchus).<br />'''Étymologie:''' [[ζῆλος]], [[δοτήρ]].
}}
}}