ἡμιτέλεστος: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_15)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἡμιτέλεστος''': -ον, ([[τελέω]]), κατὰ τὸ ἥμισυ τελειωμένος, τὰ ἡμιτέλεστα τῶν τειχῶν Θουκ. 3. 3, Διον. Ἁλ. 1. 59, κτλ.· [[βρέφος]] Νόνν. Δ. 1. 5.
|lstext='''ἡμιτέλεστος''': -ον, ([[τελέω]]), κατὰ τὸ ἥμισυ τελειωμένος, τὰ ἡμιτέλεστα τῶν τειχῶν Θουκ. 3. 3, Διον. Ἁλ. 1. 59, κτλ.· [[βρέφος]] Νόνν. Δ. 1. 5.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />à moitié fini.<br />'''Étymologie:''' ἡμι-, [[τελέω]].
}}
}}