ζῦθος: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_19)
(Bailly1_2)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ζῦθος''': -ου, ὁ, ἢ -εος, τό, (ἴδε ζέω) [[εἶδος]] αἰγυπτιακοῦ ζύθου, Θεόφρ. Αἰτ. Φ. 6. 11, 2, Διοσκ. 2. 109, Στράβ. 799, Διόδ. 1. 34, πρβλ. Ἡρόδ. 2. 77· δοτ. ζύτῳ (οὕτω) ἐν Αἰθιοπικῇ τινι ἐπιγραφ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 5128. 16. 2) ὁ [[ζῦθος]] τῶν βορείων ἐθνῶν, Ποσειδών. παρ’ Ἀθην. 152C, Στράβ. 155· ἴδε [[κοῦρμι]].
|lstext='''ζῦθος''': -ου, ὁ, ἢ -εος, τό, (ἴδε ζέω) [[εἶδος]] αἰγυπτιακοῦ ζύθου, Θεόφρ. Αἰτ. Φ. 6. 11, 2, Διοσκ. 2. 109, Στράβ. 799, Διόδ. 1. 34, πρβλ. Ἡρόδ. 2. 77· δοτ. ζύτῳ (οὕτω) ἐν Αἰθιοπικῇ τινι ἐπιγραφ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 5128. 16. 2) ὁ [[ζῦθος]] τῶν βορείων ἐθνῶν, Ποσειδών. παρ’ Ἀθην. 152C, Στράβ. 155· ἴδε [[κοῦρμι]].
}}
{{bailly
|btext=<span class="bld">1</span>ου (ὁ) :<br />bière.<br />'''Étymologie:''' DELG pê emprunt à l’égyptien, pê mot grec apparenté à [[ζύμη]].<br /><span class="bld">2</span>ους (τό) :<br /><i>c.</i> [[ζῦθος]].
}}
}}