3,277,121
edits
(6_6) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἡμερόκοιτος''': Δωρ. ἀμερ-, ον, ὁ κοιμώμενος ἐν καιρῷ ἡμέρας, ἐπίθ. κλέπτου, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 603· ἀμερόκοιτοι βλαχαί τεκέων, ἀντὶ ἀμεροκοίτων, Εὐρ. Κύκλ. 58· - ὡς οὐσιαστ., [[ἰχθὺς]] τις, [[ἴσως]] ἡ [[φώκη]], Ὀππ. Ἁλ. 2. 408· [[ὡσαύτως]] ἡμεροκοίτης, ου, ὁ, [[αὐτόθι]] 199, 224. - Πρβλ. Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄ σ. 307 κἑξ. | |lstext='''ἡμερόκοιτος''': Δωρ. ἀμερ-, ον, ὁ κοιμώμενος ἐν καιρῷ ἡμέρας, ἐπίθ. κλέπτου, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 603· ἀμερόκοιτοι βλαχαί τεκέων, ἀντὶ ἀμεροκοίτων, Εὐρ. Κύκλ. 58· - ὡς οὐσιαστ., [[ἰχθὺς]] τις, [[ἴσως]] ἡ [[φώκη]], Ὀππ. Ἁλ. 2. 408· [[ὡσαύτως]] ἡμεροκοίτης, ου, ὁ, [[αὐτόθι]] 199, 224. - Πρβλ. Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄ σ. 307 κἑξ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui dort pendant le jour;<br /><b>2</b> ὁ [[ἡμερόκοιτος]], <i>c.</i> [[ἡμεροκοίτης]].<br />'''Étymologie:''' [[ἡμέρα]], [[κοίτη]]. | |||
}} | }} |