ζυγόω: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_1)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ζῠγόω''': (ζυγὸν) [[ὑποβάλλω]] εἰς τὸν [[ζυγόν]], [[συνάπτω]], [[συναρμόζω]], ζ. κιθάραν, θέτω τὸ ἐγκάρσιον [[ξύλον]] εἰς τὴν φόρμιγγα ἢ λύραν, Λουκ. Θεῶν Διαλ. 7. 4, Ἐναλ. Διαλ. 1. 4· κανόνες ἐζυγωμένοι δύο Ἀγάθων παρ’ Ἀθην. 454D, πρβλ. Ἑβδ. (Ἐζεκ. μα΄, 26). 2) μεταφ., [[φέρω]] ὑπὸ τὸν [[ζυγόν]], [[ὑποτάσσω]], Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 113.
|lstext='''ζῠγόω''': (ζυγὸν) [[ὑποβάλλω]] εἰς τὸν [[ζυγόν]], [[συνάπτω]], [[συναρμόζω]], ζ. κιθάραν, θέτω τὸ ἐγκάρσιον [[ξύλον]] εἰς τὴν φόρμιγγα ἢ λύραν, Λουκ. Θεῶν Διαλ. 7. 4, Ἐναλ. Διαλ. 1. 4· κανόνες ἐζυγωμένοι δύο Ἀγάθων παρ’ Ἀθην. 454D, πρβλ. Ἑβδ. (Ἐζεκ. μα΄, 26). 2) μεταφ., [[φέρω]] ὑπὸ τὸν [[ζυγόν]], [[ὑποτάσσω]], Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 113.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />joindre avec une barre ; ζυγοῦν κιθάραν LUC fixer sur une lyre la barre transversale.<br />'''Étymologie:''' [[ζυγόν]].
}}
}}