εὔχιλος: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_17)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὔχῑλος''': -ον, ἔχων ἄφθονον [[χόρτον]] πρὸς τροφὴν ζῴων, [[κάπη]] Λυκόφρ. 95. II. ἐπὶ ἵππου, [[καλῶς]] τρεφόμενος, Ξεν. Ἱππ. 1. 12, πρβλ. Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 14, 21, πρβλ. εὔχειλος.
|lstext='''εὔχῑλος''': -ον, ἔχων ἄφθονον [[χόρτον]] πρὸς τροφὴν ζῴων, [[κάπη]] Λυκόφρ. 95. II. ἐπὶ ἵππου, [[καλῶς]] τρεφόμενος, Ξεν. Ἱππ. 1. 12, πρβλ. Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 14, 21, πρβλ. εὔχειλος.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> abondant en fourrage;<br /><b>2</b> bien nourri.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[χιλός]].
}}
}}