3,274,921
edits
(6_4) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''θάλεα''': ᾰ, τά, [[χαρά]], [[εὐθυμία]], εὐτυχεῖς στοχασμοί, ἐπὶ τοῦ κοιμωμένου Ἀστυάνακτος, θαλέων ἐμπλησάμενος κῆρ Ἰλ. Χ. 504· ἐν σάλεσσι (Λακων. ἀντὶ θάλεσι) πολλοῖς [[ἥμερος]] Ἀλκμὰν 70· θαλέεσσιν ἀνατρέφειν τινὰ Ἄδηλ. παρὰ Σουΐδ. - [[Κατὰ]] τύπον (ἂν καὶ οὐχὶ κατὰ τονισμὸν) οὐδ. πληθ. ὀνομαστικῆς *θαλύς· πρβλ. [[θάλεια]]. | |lstext='''θάλεα''': ᾰ, τά, [[χαρά]], [[εὐθυμία]], εὐτυχεῖς στοχασμοί, ἐπὶ τοῦ κοιμωμένου Ἀστυάνακτος, θαλέων ἐμπλησάμενος κῆρ Ἰλ. Χ. 504· ἐν σάλεσσι (Λακων. ἀντὶ θάλεσι) πολλοῖς [[ἥμερος]] Ἀλκμὰν 70· θαλέεσσιν ἀνατρέφειν τινὰ Ἄδηλ. παρὰ Σουΐδ. - [[Κατὰ]] τύπον (ἂν καὶ οὐχὶ κατὰ τονισμὸν) οὐδ. πληθ. ὀνομαστικῆς *θαλύς· πρβλ. [[θάλεια]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ων ([[τά]]) :<br />joie, plaisir.<br />'''Étymologie:''' probabl. pl. neutre de *θάλυς, d’où fém. [[θάλεια]]. | |||
}} | }} |