3,274,873
edits
(6_18) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''θερᾰπευτός''': -όν, ὃν δύναται νὰ θεραπεύσῃ, νὰ καλλιεργήσῃ τις, διδακτοῦ ὄντος καὶ θεραπευτοῦ (τοῦ πράγματος [[ὅπερ]] καλεῖται [[ἀρετὴ]]) Πλάτ. Πρωτ. 325B. 2) [[θεραπεύσιμος]], [[πάθος]] Ἀριστ. Ι. Ζ. 10. 3, 18. | |lstext='''θερᾰπευτός''': -όν, ὃν δύναται νὰ θεραπεύσῃ, νὰ καλλιεργήσῃ τις, διδακτοῦ ὄντος καὶ θεραπευτοῦ (τοῦ πράγματος [[ὅπερ]] καλεῖται [[ἀρετὴ]]) Πλάτ. Πρωτ. 325B. 2) [[θεραπεύσιμος]], [[πάθος]] Ἀριστ. Ι. Ζ. 10. 3, 18. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qu’on peut cultiver;<br /><b>2</b> guérissable.<br />'''Étymologie:''' [[θεραπεύω]]. | |||
}} | }} |