θεομήστωρ: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_19)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''θεομήστωρ''': -ορος, ὁ, [[ἴσος]] τοῖς θεοῖς κατὰ τὴν βουλήν, Αἰσχύλ. Πέρσ. 655, Συλλ. Ἐπιγρ. 6264· πρβλ. τὸ Ὁμηρικὸν [[θεόφιν]] [[μήστωρ]] [[ἀτάλαντος]]· - ὡς κύρ. [[ὄνομα]], Ἡρόδ. 8. 85. ΙΙ. ἐπινοηθεὶς ὑπὸ τοῦ θεοῦ, [[κόσμος]] Μανέθων 4. 7 (κοιν. -μήτωρ).
|lstext='''θεομήστωρ''': -ορος, ὁ, [[ἴσος]] τοῖς θεοῖς κατὰ τὴν βουλήν, Αἰσχύλ. Πέρσ. 655, Συλλ. Ἐπιγρ. 6264· πρβλ. τὸ Ὁμηρικὸν [[θεόφιν]] [[μήστωρ]] [[ἀτάλαντος]]· - ὡς κύρ. [[ὄνομα]], Ἡρόδ. 8. 85. ΙΙ. ἐπινοηθεὶς ὑπὸ τοῦ θεοῦ, [[κόσμος]] Μανέθων 4. 7 (κοιν. -μήτωρ).
}}
{{bailly
|btext=ορος;<br />d’une sagesse divine, qui donne des conseils divins.<br />'''Étymologie:''' [[θεός]], [[μήδομαι]].
}}
}}