θημολογέω: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_3)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''θημολογέω''': [[συναθροίζω]] εἰς σωρὸν ἢ θημωνιάν, συντμηθὲν ἐκ τοῦ θημωνολογέω ([[χάριν]] τοῦ μέτρου), Ἀνθ. Π. 9. 551.
|lstext='''θημολογέω''': [[συναθροίζω]] εἰς σωρὸν ἢ θημωνιάν, συντμηθὲν ἐκ τοῦ θημωνολογέω ([[χάριν]] τοῦ μέτρου), Ἀνθ. Π. 9. 551.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />amonceler.<br />'''Étymologie:''' [[θημών]], [[λέγω]]².
}}
}}