θηραγρέτης: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_19)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''θηραγρέτης''': -ου, ὁ κυνηγός, Εὐρ. Βάκχ. 1020, Ἀνθ. Π. 6. 184· [[ὡσαύτως]], θηραγρευτής, Θεόδ. Πρόδρ. σ. 213.
|lstext='''θηραγρέτης''': -ου, ὁ κυνηγός, Εὐρ. Βάκχ. 1020, Ἀνθ. Π. 6. 184· [[ὡσαύτως]], θηραγρευτής, Θεόδ. Πρόδρ. σ. 213.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />chasseur.<br />'''Étymologie:''' [[θήρ]], [[ἀγρέω]].
}}
}}