3,277,286
edits
(6_7) |
(Bailly1_3) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''θρηνώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[ὅμοιος]] θρήνῳ, [[κατάλληλος]] πρὸς θρῆνον, ἁρμονίαι Πλάτ. Πολ. 398D, 411Α· [[φθόγγος]], [[μέλος]] Πλούτ., κλ.· τὸ θρ. τῆς ψυχῆς, θρηνητικὴ [[διάθεσις]], Πλούτ. 2. 822C. 2) = [[θρηνητικός]], ἐπὶ προσώπ., Πλάτ. Νόμ. 792Α, πρβλ. Πολ. 606Α. | |lstext='''θρηνώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[ὅμοιος]] θρήνῳ, [[κατάλληλος]] πρὸς θρῆνον, ἁρμονίαι Πλάτ. Πολ. 398D, 411Α· [[φθόγγος]], [[μέλος]] Πλούτ., κλ.· τὸ θρ. τῆς ψυχῆς, θρηνητικὴ [[διάθεσις]], Πλούτ. 2. 822C. 2) = [[θρηνητικός]], ἐπὶ προσώπ., Πλάτ. Νόμ. 792Α, πρβλ. Πολ. 606Α. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης, ες :<br /><b>1</b> qui exprime une plainte, plaintif, lamentable (rythme, chant, <i>etc.</i>);<br /><b>2</b> porté à se lamenter, enclin à la tristesse.<br />'''Étymologie:''' [[θρῆνος]], -ωδης. | |||
}} | }} |