Θεσσαλός: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_5)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''Θεσσᾰλός''': Ἀττ. Θεττ-, ὁ, ὡς καὶ νῦν Ἡρόδ., κτλ.· παροιμ., Θεσσαλὸν [[σόφισμα]], [[τέχνασμα]] Θεσσαλ. ἐκ τοῦ ἀπίστου χαρακτῆρος τοῦ λαοῦ, Εὐρ. ἐν Φοιν. 1407˙ Θ. [[νόμισμα]], δηλ. κίβδηλον, Φώτ. Οἱ Θεσσαλοὶ ἦσαν γνωστοὶ διὰ τὴν λαιμαργίαν των, ἴδε [[Θεσσαλικός]]. ΙΙ. θηλ., Θεσσαλὶς κυνῆ Σοφ. Ο. Κ. 314˙ ὡς οὐσιαστ., θεσσαλίς, ἡ, [[εἶδος]] πεδίλου, Λύσιππ. ἐν Βακχ. 2, [[Πολυδ]]. Ζ΄, 100 κ. ἀλλ., Ἡσύχ., Φώτ.
|lstext='''Θεσσᾰλός''': Ἀττ. Θεττ-, ὁ, ὡς καὶ νῦν Ἡρόδ., κτλ.· παροιμ., Θεσσαλὸν [[σόφισμα]], [[τέχνασμα]] Θεσσαλ. ἐκ τοῦ ἀπίστου χαρακτῆρος τοῦ λαοῦ, Εὐρ. ἐν Φοιν. 1407˙ Θ. [[νόμισμα]], δηλ. κίβδηλον, Φώτ. Οἱ Θεσσαλοὶ ἦσαν γνωστοὶ διὰ τὴν λαιμαργίαν των, ἴδε [[Θεσσαλικός]]. ΙΙ. θηλ., Θεσσαλὶς κυνῆ Σοφ. Ο. Κ. 314˙ ὡς οὐσιαστ., θεσσαλίς, ἡ, [[εἶδος]] πεδίλου, Λύσιππ. ἐν Βακχ. 2, [[Πολυδ]]. Ζ΄, 100 κ. ἀλλ., Ἡσύχ., Φώτ.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />de Thessalie, Thessalien.
}}
}}