3,273,446
edits
(6_19) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''θρᾰσυκάρδιος''': ον. γενναιόκαρδος, «[[εὔτολμος]]» (Σχόλ), Ἰλ. Κ. 41, Ν 343∙ ἐκ διορθώσεως ἐν Ἀνακρ. 1. 4 (ἐκ τῶν Ρητ. (Walz) τ. β. σ. 129) ἀντὶ θρεοκάρδιος. | |lstext='''θρᾰσυκάρδιος''': ον. γενναιόκαρδος, «[[εὔτολμος]]» (Σχόλ), Ἰλ. Κ. 41, Ν 343∙ ἐκ διορθώσεως ἐν Ἀνακρ. 1. 4 (ἐκ τῶν Ρητ. (Walz) τ. β. σ. 129) ἀντὶ θρεοκάρδιος. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />au cœur intrépide.<br />'''Étymologie:''' [[θρασύς]], [[καρδία]]. | |||
}} | }} |