θωπεία: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_9)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''θωπεία''': ἡ, ([[θωπεύω]]) [[κολακεία]], [[περιποίησις]] ὑπερβολική, Εὐρ. Ὀρ. 670, Ἀριστοφ. Ἱππ. 887 (ἐν τῷ πληθ.)˙ οὕτω, θωπεῖαι λόγων Πλάτ. Νόμ. 906Β˙ θ. κολακικαὶ [[αὐτόθι]] 633D.
|lstext='''θωπεία''': ἡ, ([[θωπεύω]]) [[κολακεία]], [[περιποίησις]] ὑπερβολική, Εὐρ. Ὀρ. 670, Ἀριστοφ. Ἱππ. 887 (ἐν τῷ πληθ.)˙ οὕτω, θωπεῖαι λόγων Πλάτ. Νόμ. 906Β˙ θ. κολακικαὶ [[αὐτόθι]] 633D.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />caresse, flatterie.<br />'''Étymologie:''' [[θωπεύω]].
}}
}}