3,277,121
edits
(6_19) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''θυοσκόος''': -ου, ὁ, (ἴδε [[κοέω]]) [[θύτης]], Ὀδ. Φ. 145, Χ. 318, 321, Εὐρ. Ρήσ. 68· διακρινόμενος ῥητῶς ἀπὸ τοῦ [[μάντις]] καὶ [[ἱερεύς]], Ἰλ. Ω. 221· Μαινάδες θ., αἱ θεόπνευστοι, Elmsl. ἐν Εὐρ. Βάκχ. 224· θ. ἱρά, ἐργαλεῖα θυτικά, Ἀνθ. Π. παράρτ. 51, 2, | |lstext='''θυοσκόος''': -ου, ὁ, (ἴδε [[κοέω]]) [[θύτης]], Ὀδ. Φ. 145, Χ. 318, 321, Εὐρ. Ρήσ. 68· διακρινόμενος ῥητῶς ἀπὸ τοῦ [[μάντις]] καὶ [[ἱερεύς]], Ἰλ. Ω. 221· Μαινάδες θ., αἱ θεόπνευστοι, Elmsl. ἐν Εὐρ. Βάκχ. 224· θ. ἱρά, ἐργαλεῖα θυτικά, Ἀνθ. Π. παράρτ. 51, 2, | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=όος, όον;<br /><i>subst.</i> (ὁ, ἡ)<br />prêtre <i>ou</i> prêtresse chargé du soin des sacrifices.<br />'''Étymologie:''' [[θύος]], [[κοέω]] observer ; sel. d’autres, [[κέω]] p. [[καίω]]. | |||
}} | }} |