3,274,921
edits
(6_14) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''θοῦρος''': ὁ, (√ΘΟΡ, [[θρώσκω]]), [[ὁρμητικός]], μαινόμενος, [[πολεμικός]], Ὅμ. (ἀλλὰ μόνον ἐν Ἰλ.), ὡς ἐπίθετον τοῦ Ἄρεως, Ο. 127, κτλ.· Τυφὼν Αἰσχύλ. Πρ. 354, πρβλ. Ἀποσπ. 196· [[δόρυ]] Εὐρ. Ρήσ. 492· - θηλ. [[θοῦρις]], ῐδος, ἡ, τὸ πλεῖστον ὡς ἐπίθετον τοῦ [[ἀλκή]], Ὀδ. Δ. 527, καὶ [[συχν]]. ἐν Ἰλ.· [[ὡσαύτως]] [[θοῦρις]] [[ἀσπίς]], πιθν. ἡ [[ἀσπίς]], μεθ’ ἧς ὁρμᾷ τις εἰς τὴν μάχην, Ἰλ. Λ. 32, Υ. 162. | |lstext='''θοῦρος''': ὁ, (√ΘΟΡ, [[θρώσκω]]), [[ὁρμητικός]], μαινόμενος, [[πολεμικός]], Ὅμ. (ἀλλὰ μόνον ἐν Ἰλ.), ὡς ἐπίθετον τοῦ Ἄρεως, Ο. 127, κτλ.· Τυφὼν Αἰσχύλ. Πρ. 354, πρβλ. Ἀποσπ. 196· [[δόρυ]] Εὐρ. Ρήσ. 492· - θηλ. [[θοῦρις]], ῐδος, ἡ, τὸ πλεῖστον ὡς ἐπίθετον τοῦ [[ἀλκή]], Ὀδ. Δ. 527, καὶ [[συχν]]. ἐν Ἰλ.· [[ὡσαύτως]] [[θοῦρις]] [[ἀσπίς]], πιθν. ἡ [[ἀσπίς]], μεθ’ ἧς ὁρμᾷ τις εἰς τὴν μάχην, Ἰλ. Λ. 32, Υ. 162. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qui s’élance, impétueux.<br />'''Étymologie:''' R. Θορ, v. [[θρῴσκω]]. | |||
}} | }} |