3,277,121
edits
(6_10) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''θῡμικός''': -ή, -όν, (θυμὸς) γενναιόψυχος, [[τολμηρός]], [[θαρραλέος]], [[ὁρμητικός]], θ. καὶ ὀξύθυμοι οἱ νέοι Ἀριστ. Ρητ. 2. 15, 5˙ ἐπὶ τοῦ κυνός, ὁ αὐτ. Ι. Ζ. 1. 1, 33. 2) ἐν χρήσει συνωνύμως τῷ θυμοειδὴς (3) παρὰ Πλάτ., ὁ αὐτ. π. Ψυχ. 3. 9, 3. - Ἐπίρρ. -κῶς, Πολύβ. 18. 20, 12˙ συγκρ. -ώτερον Κικ. π. Ἀττ. 10. 11. | |lstext='''θῡμικός''': -ή, -όν, (θυμὸς) γενναιόψυχος, [[τολμηρός]], [[θαρραλέος]], [[ὁρμητικός]], θ. καὶ ὀξύθυμοι οἱ νέοι Ἀριστ. Ρητ. 2. 15, 5˙ ἐπὶ τοῦ κυνός, ὁ αὐτ. Ι. Ζ. 1. 1, 33. 2) ἐν χρήσει συνωνύμως τῷ θυμοειδὴς (3) παρὰ Πλάτ., ὁ αὐτ. π. Ψυχ. 3. 9, 3. - Ἐπίρρ. -κῶς, Πολύβ. 18. 20, 12˙ συγκρ. -ώτερον Κικ. π. Ἀττ. 10. 11. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />plein de cœur, courageux, ardent;<br /><i>Cp.</i> θυμικώτερος, <i>Sp.</i> θυμικώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[θυμός]]. | |||
}} | }} |