ἱλάομαι: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_12)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἱλάομαι''': ῑλᾱ. Ἐπικ. ἀντὶ [[ἱλάσκομαι]], Ἰλ. Β. 550, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 847: [[τύπος]] τις [[ἱλέομαι]] ἀπαντᾷ ἐν Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 117, 128· ἱλεόομαι ἐν Πλάτ. Νόμ. 804Β, Λουκ. π. Ὀρχ. 17, Δίων Κ. 59, 27., 78. 34.
|lstext='''ἱλάομαι''': ῑλᾱ. Ἐπικ. ἀντὶ [[ἱλάσκομαι]], Ἰλ. Β. 550, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 847: [[τύπος]] τις [[ἱλέομαι]] ἀπαντᾷ ἐν Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 117, 128· ἱλεόομαι ἐν Πλάτ. Νόμ. 804Β, Λουκ. π. Ὀρχ. 17, Δίων Κ. 59, 27., 78. 34.
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. prés. épq.</i><br /><i>c.</i> [[ἱλάσκομαι]].
}}
}}