ἵππουρις: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_12)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἵππουρις''': -ιδος, ἡ, (οὐρὰ) ὡς θηλ. ἐπίθ., κεκοσμημένος μὲ ἵππου οὐράν, συχνὸν παρ’ Ὁμ. (ἰδίως ἐν Ἰλ.) ὡς ἐπίθ. τῶν οὐσιαστικῶν: [[κόρυς]], [[κυνέη]], [[τρυφάλεια]], ἀλλὰ μόνον κατ’ ὀνομ. καὶ αἰτ. [[ἵππουρις]], -ιν, Ὀδ. Χ. 124, Ἰλ. Γ. 337, Ζ. 495, Τ. 382, κτλ. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ἵππου [[οὐρά]], Αἰλ. π. Ζ. 16. 21· Σατύρου [[οὐρά]], Α. Β. 44, 22. 2) ἔνυδρόν τι [[φυτόν]], equisetum, «φύεται ἐν τόποις ἐφύδροις... καυλία ἔχει κενά, ὑπέρυθρα, ὑποτραχέα, στερεά, γόνασι διειλημμένα ἐμπεφυκόσιν εἰς ἄλληλα, περὶ δὲ αὐτὰ σχοινώδη φύλλα πυκνά, λεπτά· αὔξεται δὲ εἰς [[ὕψος]] ἀναβαίνουσα ἐπὶ τὰ παρακείμενα στελέχη, καὶ κατακρημνᾶται περικεχυμένη κόμαις πολλαῖς μελαίναις, καθάπερ ἵππου οὐρὰ» Διοσκ. 4. 46. 3) [[πάθος]] τι τοῦ μέρους [[ἔνθα]] χωρίζονται τὰ σκέλη προξενούμενον ἐκ τῆς συνεχοῦς ἱππασίας, ἀμφίβολ. λέξ. ἐν Ἱππ. 1240C.
|lstext='''ἵππουρις''': -ιδος, ἡ, (οὐρὰ) ὡς θηλ. ἐπίθ., κεκοσμημένος μὲ ἵππου οὐράν, συχνὸν παρ’ Ὁμ. (ἰδίως ἐν Ἰλ.) ὡς ἐπίθ. τῶν οὐσιαστικῶν: [[κόρυς]], [[κυνέη]], [[τρυφάλεια]], ἀλλὰ μόνον κατ’ ὀνομ. καὶ αἰτ. [[ἵππουρις]], -ιν, Ὀδ. Χ. 124, Ἰλ. Γ. 337, Ζ. 495, Τ. 382, κτλ. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ἵππου [[οὐρά]], Αἰλ. π. Ζ. 16. 21· Σατύρου [[οὐρά]], Α. Β. 44, 22. 2) ἔνυδρόν τι [[φυτόν]], equisetum, «φύεται ἐν τόποις ἐφύδροις... καυλία ἔχει κενά, ὑπέρυθρα, ὑποτραχέα, στερεά, γόνασι διειλημμένα ἐμπεφυκόσιν εἰς ἄλληλα, περὶ δὲ αὐτὰ σχοινώδη φύλλα πυκνά, λεπτά· αὔξεται δὲ εἰς [[ὕψος]] ἀναβαίνουσα ἐπὶ τὰ παρακείμενα στελέχη, καὶ κατακρημνᾶται περικεχυμένη κόμαις πολλαῖς μελαίναις, καθάπερ ἵππου οὐρὰ» Διοσκ. 4. 46. 3) [[πάθος]] τι τοῦ μέρους [[ἔνθα]] χωρίζονται τὰ σκέλη προξενούμενον ἐκ τῆς συνεχοῦς ἱππασίας, ἀμφίβολ. λέξ. ἐν Ἱππ. 1240C.
}}
{{bailly
|btext=ιδος <i>ou</i> εως ; acc. ιν;<br /><b>1</b> <i>adj. f.</i> garnie d’une queue de cheval;<br /><b>2</b> ἡ [[ἵππουρις]] queue de cheval.<br />'''Étymologie:''' [[ἵππος]], [[οὐρά]].
}}
}}