κακότροπος: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_17)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κακότροπος''': -ον, κακὸς τοὺς τρόπους, [[μοχθηρός]], διεστραμμένος, [[δύστροπος]], Δίων Κ. 52· 2, ὁ αὐτ. ἐν Ἐκλογ. 38, 26, Ζηνοβ. Παροιμ. 5. 41. ― Ἐπίρρ. -πως Δίων Κ. 47. 4.
|lstext='''κακότροπος''': -ον, κακὸς τοὺς τρόπους, [[μοχθηρός]], διεστραμμένος, [[δύστροπος]], Δίων Κ. 52· 2, ὁ αὐτ. ἐν Ἐκλογ. 38, 26, Ζηνοβ. Παροιμ. 5. 41. ― Ἐπίρρ. -πως Δίων Κ. 47. 4.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />d’un mauvais naturel, pervers, fourbe.<br />'''Étymologie:''' [[κακός]], [[τρόπος]].
}}
}}