ἰύζω: Difference between revisions

277 bytes added ,  9 August 2017
Bailly1_3
(6_1)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἰύζω''': (ῡ): ἀόρ. ἴυξα Πίνδ.: - [[κραυγάζω]], βοῶ, «χουγιάζω», πολλὰ μάλ᾿ ἰύζουσιν Ἰλ. Ρ. 66· οἱ δ᾿ ἰύζοντες ἕποντο Ὀδ. Ο. 162· ― ἐν ἀμφοτέροις τοῖς χωρίοις ἐπὶ ἀνθρώπων βοώντων πρὸς ἐκφόβησιν καὶ ἀποδίωξιν ἀγρίου θηρίου, πρβλ. Καλλ. Ἀποσπ. 507· ― βραδύτερον, [[κραυγάζω]], βοῶ ἐκ λύπης ἢ ἄλγους, ἴυξεν ἀφωνήτῳ [[ἄχει]] Πινδ. Π. 4. 422· παρ᾿ Αἰσχύλ. μόνον κατὰ προστ., ἴυζ. ἄποτμον βοὰν Πέρσ. 280, πρβλ. 1042, Ἱκέτ. 808, 873· μετοχ. ἰύζων Σοφ. Τρ. 787. (Ἐκ τοῦ ἐπιφωνήματος ἰΰ, ὃ ἴδε). ῑ Ἐπικ. καὶ παρὰ Πινδ.· ῐ ἐν Σοφ. Τρ. 787· ι ἀβέβαιον παρ᾿ Αἰσχύλ.
|lstext='''ἰύζω''': (ῡ): ἀόρ. ἴυξα Πίνδ.: - [[κραυγάζω]], βοῶ, «χουγιάζω», πολλὰ μάλ᾿ ἰύζουσιν Ἰλ. Ρ. 66· οἱ δ᾿ ἰύζοντες ἕποντο Ὀδ. Ο. 162· ― ἐν ἀμφοτέροις τοῖς χωρίοις ἐπὶ ἀνθρώπων βοώντων πρὸς ἐκφόβησιν καὶ ἀποδίωξιν ἀγρίου θηρίου, πρβλ. Καλλ. Ἀποσπ. 507· ― βραδύτερον, [[κραυγάζω]], βοῶ ἐκ λύπης ἢ ἄλγους, ἴυξεν ἀφωνήτῳ [[ἄχει]] Πινδ. Π. 4. 422· παρ᾿ Αἰσχύλ. μόνον κατὰ προστ., ἴυζ. ἄποτμον βοὰν Πέρσ. 280, πρβλ. 1042, Ἱκέτ. 808, 873· μετοχ. ἰύζων Σοφ. Τρ. 787. (Ἐκ τοῦ ἐπιφωνήματος ἰΰ, ὃ ἴδε). ῑ Ἐπικ. καὶ παρὰ Πινδ.· ῐ ἐν Σοφ. Τρ. 787· ι ἀβέβαιον παρ᾿ Αἰσχύλ.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ἰύξω, <i>ao.</i> ἴυξα;<br />pousser un cri aigu ; <i>particul.</i> faire retentir : τινι [[βοάν]] ESCHL sur qqn des cris lugubres ; <i>abs.</i> pousser des cris plaintifs, se lamenter.<br />'''Étymologie:''' DELG onomatopée.
}}
}}