καλλιώνυμος: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_17)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καλλιώνῠμος''': -ον, ἔχων ὡραῖον [[ὄνομα]]: ὡς οὐσιαστ., [[εἶδος]] ἰχθύος, [[οὐρανοσκόπος]], Ἱππ. 357. 43, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 13, 3, Μένανδρ. ἐν «Ἀνατιθεμένῃ» 2. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[καλλιώνυμος]]· [[εἶδος]] ἰχθύος. Μεταφέροντες δέ τινες τὴν λέξιν καὶ ἐπὶ τοῦ αἰδοίου ἔτασσον ἀνδρὸς καὶ γυναικός»· ὁ αὐτ. ἐν λέξ. [[ψαμμοδύτης]] λέγει: «ἰχθύς, ὃν καὶ καλλιώνυμον ὀνομάζουσιν». - Ὁ [[οὐρανοσκόπος]] κατὰ τὸν Κοραῆν, ὑπὸ μὲν τῶν Βυζαντίων νῦν καλεῖται [[βάτραχος]], ὑπὸ δὲ τῶν Σμυρναίων βοῦφος (χυδ. μποῦφος) κτλ. Ἴδε μακρὰν σημ. Κοραῆ εἰς Ξενοκράτ. σ. 68, 69 κἑξ.
|lstext='''καλλιώνῠμος''': -ον, ἔχων ὡραῖον [[ὄνομα]]: ὡς οὐσιαστ., [[εἶδος]] ἰχθύος, [[οὐρανοσκόπος]], Ἱππ. 357. 43, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 13, 3, Μένανδρ. ἐν «Ἀνατιθεμένῃ» 2. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[καλλιώνυμος]]· [[εἶδος]] ἰχθύος. Μεταφέροντες δέ τινες τὴν λέξιν καὶ ἐπὶ τοῦ αἰδοίου ἔτασσον ἀνδρὸς καὶ γυναικός»· ὁ αὐτ. ἐν λέξ. [[ψαμμοδύτης]] λέγει: «ἰχθύς, ὃν καὶ καλλιώνυμον ὀνομάζουσιν». - Ὁ [[οὐρανοσκόπος]] κατὰ τὸν Κοραῆν, ὑπὸ μὲν τῶν Βυζαντίων νῦν καλεῖται [[βάτραχος]], ὑπὸ δὲ τῶν Σμυρναίων βοῦφος (χυδ. μποῦφος) κτλ. Ἴδε μακρὰν σημ. Κοραῆ εἰς Ξενοκράτ. σ. 68, 69 κἑξ.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />au beau nom ; ὁ [[καλλιώνυμος]] sorte de poisson.<br />'''Étymologie:''' [[καλός]], [[ὄνομα]].
}}
}}