καμπή: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_9)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καμπή''': ἡ, (ἴδε [[κάμπτω]]) ὡς καὶ νῦν, ἐπὶ ποταμοῦ, ὡς ὁ ποταμὸς βραδύτερος εἴη περὶ καμπὰς πολλὰς ἀγνύμενος Ἡρόδ. 1. 185· Εὐβοΐδα καμπήν, ἐπὶ τοῦ Εὐρίπου, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 27. ΙΙ. ἐν τῷ ἱπποδρόμῳ τὸ [[μέρος]] [[ἔνθα]] κάμπτουσι τὰ ἅρματα, ἐν τῷ ἀγῶνι, ὁ [[καμπτήρ]], Λατ. flexus, curriculi, περὶ ταῖσι καμπαῖς ἡνίοχοι πεπτωκότες Ἀριστοφ. Εἰρ. 904· καμπαῖσι [[δρόμων]] συμφοραῖς Ψευδο-Εὐρ. Ι. Α. 224· εὐλαβηθῆναι περὶ τὴν κ. Πλάτ. Ἴων 537Α· μεταφ., μῦθον ἐς καμπὴν ἄγειν, ἄγειν τὸν λόγον εἰς τὸ [[μέσον]], εἰς τὸ [[σημεῖον]] τῆς στροφῆς, Εὐρ. Ἠλ. 659· οὕτω, καμπὰς ποιεῖσθαι Πλάτ. Φαίδ. 72Β· πρβλ. [[κάμπτω]] ΙΙ, [[καμπτήρ]] ΙΙ. ΙΙΙ. ἐν τῇ μουσικῇ, [[στροφή]], [[αἰφνίδιος]] [[μεταβολή]], καμπαὶ ᾀσμάτων Φιλόστρ. 620· ἴδε ἐν λ. [[κακότεχνος]], καὶ πρβλ. [[κάμπτω]] ΙΙΙ, [[κατακάμπτω]]: [[ὡσαύτως]] ἐν τῇ Ρητορικῇ, ἡ στροφὴ προτάσεως, Δημήτρ. Φαληρ. § 17. IV. ἡ [[κάμψις]] ἢ τὸ [[λύγισμα]] μέλους, τῶν δακτύλων, τῶν ὤμων, τῶν ἰσχίων, τῶν βραχιόνων, κτλ., Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 1, 26, κ. ἀλλ.· ἐπὶ τῆς κεφαλῆς, οὐκ ἔχουσα καμπὰς Πλάτ. Τίμ. 75C, πρβλ. 74Ε· ἴδε [[κάμπτω]] Ι.
|lstext='''καμπή''': ἡ, (ἴδε [[κάμπτω]]) ὡς καὶ νῦν, ἐπὶ ποταμοῦ, ὡς ὁ ποταμὸς βραδύτερος εἴη περὶ καμπὰς πολλὰς ἀγνύμενος Ἡρόδ. 1. 185· Εὐβοΐδα καμπήν, ἐπὶ τοῦ Εὐρίπου, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 27. ΙΙ. ἐν τῷ ἱπποδρόμῳ τὸ [[μέρος]] [[ἔνθα]] κάμπτουσι τὰ ἅρματα, ἐν τῷ ἀγῶνι, ὁ [[καμπτήρ]], Λατ. flexus, curriculi, περὶ ταῖσι καμπαῖς ἡνίοχοι πεπτωκότες Ἀριστοφ. Εἰρ. 904· καμπαῖσι [[δρόμων]] συμφοραῖς Ψευδο-Εὐρ. Ι. Α. 224· εὐλαβηθῆναι περὶ τὴν κ. Πλάτ. Ἴων 537Α· μεταφ., μῦθον ἐς καμπὴν ἄγειν, ἄγειν τὸν λόγον εἰς τὸ [[μέσον]], εἰς τὸ [[σημεῖον]] τῆς στροφῆς, Εὐρ. Ἠλ. 659· οὕτω, καμπὰς ποιεῖσθαι Πλάτ. Φαίδ. 72Β· πρβλ. [[κάμπτω]] ΙΙ, [[καμπτήρ]] ΙΙ. ΙΙΙ. ἐν τῇ μουσικῇ, [[στροφή]], [[αἰφνίδιος]] [[μεταβολή]], καμπαὶ ᾀσμάτων Φιλόστρ. 620· ἴδε ἐν λ. [[κακότεχνος]], καὶ πρβλ. [[κάμπτω]] ΙΙΙ, [[κατακάμπτω]]: [[ὡσαύτως]] ἐν τῇ Ρητορικῇ, ἡ στροφὴ προτάσεως, Δημήτρ. Φαληρ. § 17. IV. ἡ [[κάμψις]] ἢ τὸ [[λύγισμα]] μέλους, τῶν δακτύλων, τῶν ὤμων, τῶν ἰσχίων, τῶν βραχιόνων, κτλ., Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 1, 26, κ. ἀλλ.· ἐπὶ τῆς κεφαλῆς, οὐκ ἔχουσα καμπὰς Πλάτ. Τίμ. 75C, πρβλ. 74Ε· ἴδε [[κάμπτω]] Ι.
}}
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br />courbure, <i>d’où</i><br /><b>I.</b> <i>au pr.</i> <b>1</b> courbe, sinuosité (d’une rivière, <i>etc.</i>);<br /><b>2</b> flexion, articulation d’un membre;<br /><b>3</b> point de la carrière où l’on détourne le char pour le ramener ; <i>fig.</i> but à atteindre;<br /><b>II.</b> <i>p. anal.</i> flexion, inflexion de la voix ; <i>p. ext.</i> ornement, broderie.<br />'''Étymologie:''' R. Καμπ, v. [[κάμπτω]].
}}
}}