καλπάζω: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_1)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καλπάζω''': ([[κάλπη]]) ἐπὶ ἵππου, [[τρέχω]] σκιρτῶν, [[τρέχω]] πηδητικῶς, Ἱππιατρ. σ. 120, 128· ― κατὰ Σουΐδ.: «καλπάζειν, τὸ ἁβρῶς βαδίζειν»· Ἀκύλ. Παλ. Διαθ., ἴδε Field Ἑξαπλ. (Ἰερ. Η΄, 6)· ― καλπασμός, οῦ, ὁ, τὸ τρέχειν πηδητικῶς, ὁ ἐν ἀναβολῇ καλπασμὸς Φιλούμενος παρ’ Ὀρειβάσ. σ. 66 Mai.
|lstext='''καλπάζω''': ([[κάλπη]]) ἐπὶ ἵππου, [[τρέχω]] σκιρτῶν, [[τρέχω]] πηδητικῶς, Ἱππιατρ. σ. 120, 128· ― κατὰ Σουΐδ.: «καλπάζειν, τὸ ἁβρῶς βαδίζειν»· Ἀκύλ. Παλ. Διαθ., ἴδε Field Ἑξαπλ. (Ἰερ. Η΄, 6)· ― καλπασμός, οῦ, ὁ, τὸ τρέχειν πηδητικῶς, ὁ ἐν ἀναβολῇ καλπασμὸς Φιλούμενος παρ’ Ὀρειβάσ. σ. 66 Mai.
}}
{{bailly
|btext=aller au trot.<br />'''Étymologie:''' [[κάλπη]].
}}
}}