κάκ: Difference between revisions

172 bytes added ,  9 August 2017
Bailly1_3
(6_23)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κάκ''': κατ’ ἀποκοπὴν ἀντὶ τοῦ πλήρους κατὰ πρὸ τοῦ κ, παρ’ Ὁμ. τὸ πλεῖστον κὰκ κεφαλῆς, κὰκ κεφαλήν· [[ὡσαύτως]], κὰκ κόρυθα Ἰλ. Λ. 351· κὰκ κορυφὴν Θ. 83· πρβλ. κάγ, κάδ.
|lstext='''κάκ''': κατ’ ἀποκοπὴν ἀντὶ τοῦ πλήρους κατὰ πρὸ τοῦ κ, παρ’ Ὁμ. τὸ πλεῖστον κὰκ κεφαλῆς, κὰκ κεφαλήν· [[ὡσαύτως]], κὰκ κόρυθα Ἰλ. Λ. 351· κὰκ κορυφὴν Θ. 83· πρβλ. κάγ, κάδ.
}}
{{bailly
|btext=<i>par sync. et assimil. homér. p.</i> κατ(ά) <i>devant un</i> κ <i>dans</i> κὰκ κεφαλής, κὰκ κόρυθα, κὰκ κορυφήν.
}}
}}