3,276,903
edits
(6_19) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἰσοφόρος''': -ον, φέρων ἢ ἕλκων ἴσα βάρη, [[ἴσος]] κατὰ τὴν ἰσχὺν ἢ δύναμιν, βόες… ἥλικες, ἰσοφόροι Ὀδ. Σ. 373. ΙΙ. προπαροξ., [[ἰσοφόρος]], ἐπὶ ὀρχηστοῦ, ὁ κινούμενος κανονικῶς, [[ὁμαλῶς]], [[Πολυδ]]. Δ΄, 97. | |lstext='''ἰσοφόρος''': -ον, φέρων ἢ ἕλκων ἴσα βάρη, [[ἴσος]] κατὰ τὴν ἰσχὺν ἢ δύναμιν, βόες… ἥλικες, ἰσοφόροι Ὀδ. Σ. 373. ΙΙ. προπαροξ., [[ἰσοφόρος]], ἐπὶ ὀρχηστοῦ, ὁ κινούμενος κανονικῶς, [[ὁμαλῶς]], [[Πολυδ]]. Δ΄, 97. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qui porte une charge égale à sa force, <i>càd</i> fort, robuste.<br />'''Étymologie:''' [[ἴσος]], [[φέρω]]. | |||
}} | }} |