3,277,048
edits
(6_14) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κανθήλιος''': ὁ, = [[κάνθων]], [[εἶδος]] μεγάλου ὄνου χρησίμου πρὸς φόρτωσιν, φορτηγὸς [[ὄνος]], Λατ. cantherius, Ἀριστοφ. Λυσ. 290· ὡς φανερὸς γένοιο [[κανθήλιος]] ὤν Λουκ. Ψευδολογιστ. 3· [[ὄνος]] [[κανθήλιος]] Ἕρμιππος ἐν «Ἀρτοπώλισιν» 5, Ξεν. Κύρ. 7.5, 11, Πλάτ. Συμπ. 221Ε, κτλ.: -μεταφ., [[ὄνος]], [[βλάξ]] [[μωρός]], «χονδροκέφαλον γαϊδοῦρι», Λύσιππος ἐν Ἀδήλ. 1, Λουκ. ἐν Διῒ Τραγ. 31. | |lstext='''κανθήλιος''': ὁ, = [[κάνθων]], [[εἶδος]] μεγάλου ὄνου χρησίμου πρὸς φόρτωσιν, φορτηγὸς [[ὄνος]], Λατ. cantherius, Ἀριστοφ. Λυσ. 290· ὡς φανερὸς γένοιο [[κανθήλιος]] ὤν Λουκ. Ψευδολογιστ. 3· [[ὄνος]] [[κανθήλιος]] Ἕρμιππος ἐν «Ἀρτοπώλισιν» 5, Ξεν. Κύρ. 7.5, 11, Πλάτ. Συμπ. 221Ε, κτλ.: -μεταφ., [[ὄνος]], [[βλάξ]] [[μωρός]], «χονδροκέφαλον γαϊδοῦρι», Λύσιππος ἐν Ἀδήλ. 1, Λουκ. ἐν Διῒ Τραγ. 31. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br /><b>1</b> [[ὄνος]] <i>et sans</i> [[ὄνος]], âne qui porte des paniers suspendus au bât;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> âne bâté, sot, lourdaud.<br />'''Étymologie:''' [[κάνης]], cf. [[κανθήλια]]. | |||
}} | }} |