κατακορής: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_7)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατακορής''': -ές, (κατακορέννυμι), ἐντελῶς κορένυμαι, [[εἰμὶ]] πεπληρωμένος [[μέχρι]] κόρου, κεκορεσμένος σχεδὸν [[μέχρι]] ἀηδίας, οἴνῳ Α. Β. 48· σιτίοις Προκοπ. Ἀνέκδ. 13, ἀντίθετον τῷ ἄκροις δακτύλοις γεύεσθαι. 2) ἐπὶ χρωμάτων, πεπληρωμένος, [[τέλειος]], «[[βαθύς]]», Λατ. saturatus, [[μέλαν]] κατακορὲς Πλάτ. Τίμ. 68C, Θεόφρ. π. Χρωμ. 25· κ. χροίην ἢ χρόᾳ Γαλην. ΙΙ. μεταφ., [[ὑπερβολικός]], [[σφοδρός]], βήξ, [[ἐρύθημα]], ῥύσις, [[δίψα]], [[ὕπνος]], κτλ., Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 393, κ. ἀλλ., ἴδε Foës Oecon. 2) ἐπὶ τοῦ ὁμιλεῖν, [[ἀκόρεστος]], [[ὑπερβολικός]], [[ἄμετρος]], [[φορτικός]], [[ὀχληρός]], [[παρρησία]], [[συνουσία]] Πλάτ. Φαῖδρ. 240Ε, Νόμ. 776Α· ἂν ᾖ κατακορῆ τὰ ἐπίθετα Ἀριστ. Ρητ. 3. 3, 3· ὁ Δημοσθένης... ἐν τούτῳ τῷ γένει κατακορέστατος Λογγῖνος 22. 3· κατακορεστέραις κέχρηται ταῖς ἁρμονίαις Διον. Ἁλ. π. Δημ. 45.― Ἐπίρρ. -ρέως Ἱππ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ἴδε [[κατάκορος]].
|lstext='''κατακορής''': -ές, (κατακορέννυμι), ἐντελῶς κορένυμαι, [[εἰμὶ]] πεπληρωμένος [[μέχρι]] κόρου, κεκορεσμένος σχεδὸν [[μέχρι]] ἀηδίας, οἴνῳ Α. Β. 48· σιτίοις Προκοπ. Ἀνέκδ. 13, ἀντίθετον τῷ ἄκροις δακτύλοις γεύεσθαι. 2) ἐπὶ χρωμάτων, πεπληρωμένος, [[τέλειος]], «[[βαθύς]]», Λατ. saturatus, [[μέλαν]] κατακορὲς Πλάτ. Τίμ. 68C, Θεόφρ. π. Χρωμ. 25· κ. χροίην ἢ χρόᾳ Γαλην. ΙΙ. μεταφ., [[ὑπερβολικός]], [[σφοδρός]], βήξ, [[ἐρύθημα]], ῥύσις, [[δίψα]], [[ὕπνος]], κτλ., Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 393, κ. ἀλλ., ἴδε Foës Oecon. 2) ἐπὶ τοῦ ὁμιλεῖν, [[ἀκόρεστος]], [[ὑπερβολικός]], [[ἄμετρος]], [[φορτικός]], [[ὀχληρός]], [[παρρησία]], [[συνουσία]] Πλάτ. Φαῖδρ. 240Ε, Νόμ. 776Α· ἂν ᾖ κατακορῆ τὰ ἐπίθετα Ἀριστ. Ρητ. 3. 3, 3· ὁ Δημοσθένης... ἐν τούτῳ τῷ γένει κατακορέστατος Λογγῖνος 22. 3· κατακορεστέραις κέχρηται ταῖς ἁρμονίαις Διον. Ἁλ. π. Δημ. 45.― Ἐπίρρ. -ρέως Ἱππ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ἴδε [[κατάκορος]].
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />fastidieux, fatigant, excessif.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[κορέννυμι]].
}}
}}