3,274,408
edits
(6_19) |
(Bailly1_3) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κατακεκράκτης''': -ου, κλητ. κατακεκρᾶκτα, ὁ, ὁ κατακράζων, ὁ διὰ τῶν κραυγῶν του καταβάλλων ἢ ἐπιβάλλων σιγὴν εἰς τὸν ἄλλον, Ἀριστοφ. Ἱππ. 303 (κατὰ τὸν Ἕρμανν. ἀντὶ καὶ κεκράκτα). | |lstext='''κατακεκράκτης''': -ου, κλητ. κατακεκρᾶκτα, ὁ, ὁ κατακράζων, ὁ διὰ τῶν κραυγῶν του καταβάλλων ἢ ἐπιβάλλων σιγὴν εἰς τὸν ἄλλον, Ἀριστοφ. Ἱππ. 303 (κατὰ τὸν Ἕρμανν. ἀντὶ καὶ κεκράκτα). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br />qui abat <i>ou</i> dompte en poussant de grands cris.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[κέκραγα]] de [[κράζω]]. | |||
}} | }} |