3,277,048
edits
(6_4) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καταδακτῠλίζω''': «καταδακτυλίζειν: τῷ ἀσελγῶς τῷ δακτύλῳ τῆς τοῦ [[πέλας]] ἕδρας ἅπτεσθαι. τοῦτο καὶ σκιμαλίζειν οἱ Ἀττικοὶ λέγουσιν» Α. Β. 48. 23· καταδακτῠλικός, ή, όν,, ἔχων κλίσιν πρὸς τὸ καταδακτυλίζειν, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1381: πρβλ. [[σκιμαλίζω]]. | |lstext='''καταδακτῠλίζω''': «καταδακτυλίζειν: τῷ ἀσελγῶς τῷ δακτύλῳ τῆς τοῦ [[πέλας]] ἕδρας ἅπτεσθαι. τοῦτο καὶ σκιμαλίζειν οἱ Ἀττικοὶ λέγουσιν» Α. Β. 48. 23· καταδακτῠλικός, ή, όν,, ἔχων κλίσιν πρὸς τὸ καταδακτυλίζειν, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1381: πρβλ. [[σκιμαλίζω]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=τὸ [[ἀσελγῶς]] [[τῷ]] δακτύλῳ τῆς [[τοῦ]] [[πέλας]] ἕδρας ἅπτεσθαι.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[δάκτυλος]]. | |||
}} | }} |