κατάκορος: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_16)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατάκορος''': -ον, = [[κατακορής]], [[Πολυδ]]. Ε΄, 151, Θωμᾶς Μάγιστρ. ἐν λ. [[διάκορος]]·― ἐπὶ χρωμάτων, κατακόρως πρασίζειν Διοσκ. (;)· κ. [[μέλας]] Γεωπ. 16. 2, 1. ΙΙ. μεταφ. ὡς τὸ [[κατακορής]], ὑπερβολικὸς καὶ [[ὀχληρός]], τοῦ τῶν γυναικῶν γένους λάλου καὶ κατακόρου ὄντος Πολύβ. 32. 12, 10· κ. καὶ περίεργοι ἱερουργίαι Πλουτ. Ἀλέξ. 2.― Ἐπίρρ. -ρως, εἰς ὑπερβολήν, ἀμέτρως, τῇ τύχῃ κατ. χρώμενος παρὰ Δημ. 289. 16, πρβλ. Ἀριστ. Ρητ. 3. 7, 7.
|lstext='''κατάκορος''': -ον, = [[κατακορής]], [[Πολυδ]]. Ε΄, 151, Θωμᾶς Μάγιστρ. ἐν λ. [[διάκορος]]·― ἐπὶ χρωμάτων, κατακόρως πρασίζειν Διοσκ. (;)· κ. [[μέλας]] Γεωπ. 16. 2, 1. ΙΙ. μεταφ. ὡς τὸ [[κατακορής]], ὑπερβολικὸς καὶ [[ὀχληρός]], τοῦ τῶν γυναικῶν γένους λάλου καὶ κατακόρου ὄντος Πολύβ. 32. 12, 10· κ. καὶ περίεργοι ἱερουργίαι Πλουτ. Ἀλέξ. 2.― Ἐπίρρ. -ρως, εἰς ὑπερβολήν, ἀμέτρως, τῇ τύχῃ κατ. χρώμενος παρὰ Δημ. 289. 16, πρβλ. Ἀριστ. Ρητ. 3. 7, 7.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><i>c.</i> [[κατακορής]].
}}
}}