κατακρήμναμαι: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_14)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατακρήμνᾰμαι''': μέσ.,= [[κατακρέμαμαι]], Ἱππ. 464. 20, Ἀριστοφ. Νεφ. 377· παρατατ. κατεκρημνῶντο (ἐκ τοῦ κατακρημνάομαι), Ὁμ. Ὕμν. 6. 39.
|lstext='''κατακρήμνᾰμαι''': μέσ.,= [[κατακρέμαμαι]], Ἱππ. 464. 20, Ἀριστοφ. Νεφ. 377· παρατατ. κατεκρημνῶντο (ἐκ τοῦ κατακρημνάομαι), Ὁμ. Ὕμν. 6. 39.
}}
{{bailly
|btext=être suspendu, bringuebaler.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[κρήμναμαι]].
}}
}}