κατασκελετεύω: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_14)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατασκελετεύω''': μεταποιῶ εἰς σκελετόν, [[ξηραίνω]] τὰς σάρκας καὶ τοὺς χυμοὺς [[ὥστε]] νὰ μένωσι τὰ ὀστᾶ μόνον, [[καταξηραίνω]], ἑαυτὸν ἐν παιδεύμασιν, μαραίνεσθαι [[ἕνεκα]] τῆς συνεχοῦς καὶ ἐπιμόνου σπουδῆς, Πλούτ. 2. 7D· τὸ [[σῶμα]] κατεσκελετευκὼς Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 153.― Παθ., καταστρέφομαι, μὴ περιιδεῖν τὴν φύσιν κατασκελετευθεῖσαν Ἰσοκρ. Ἀντιδ. § 287, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 10. 3, 15· ὠχροί, κατεσκελετευμένοι Φίλ. 1. 198, 10· ἐκ μακρᾶς καὶ φθινώδους νόσου κατεσκελετευμένον ὁ αὐτ. 583, 27· ἰσχνὸς καὶ κατεσκελετευμένος Διογ. Λ. 8. 41· μεταφ., τὰ μεγαλοφυῆ ταῖς τεχνολογίαις κατεσκελετευμένα Λογγῖν. 2. 1.
|lstext='''κατασκελετεύω''': μεταποιῶ εἰς σκελετόν, [[ξηραίνω]] τὰς σάρκας καὶ τοὺς χυμοὺς [[ὥστε]] νὰ μένωσι τὰ ὀστᾶ μόνον, [[καταξηραίνω]], ἑαυτὸν ἐν παιδεύμασιν, μαραίνεσθαι [[ἕνεκα]] τῆς συνεχοῦς καὶ ἐπιμόνου σπουδῆς, Πλούτ. 2. 7D· τὸ [[σῶμα]] κατεσκελετευκὼς Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 153.― Παθ., καταστρέφομαι, μὴ περιιδεῖν τὴν φύσιν κατασκελετευθεῖσαν Ἰσοκρ. Ἀντιδ. § 287, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 10. 3, 15· ὠχροί, κατεσκελετευμένοι Φίλ. 1. 198, 10· ἐκ μακρᾶς καὶ φθινώδους νόσου κατεσκελετευμένον ὁ αὐτ. 583, 27· ἰσχνὸς καὶ κατεσκελετευμένος Διογ. Λ. 8. 41· μεταφ., τὰ μεγαλοφυῆ ταῖς τεχνολογίαις κατεσκελετευμένα Λογγῖν. 2. 1.
}}
{{bailly
|btext=réduire à l’état de squelette, dessécher entièrement.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[σκελετεύω]].
}}
}}