καταστρηνιάω: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_22)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''καταστρηνιάω''': φέρομαι ἀκολάστως [[πρός]] τινα, τινος Α' Ἐπιστ. π. Τιμθο. ε', 11· ὁ Ἰω. Χρυσ. ἑρμηνεύει θρύπτεσθαι, ἀκκίζεσθαι.
|lstext='''καταστρηνιάω''': φέρομαι ἀκολάστως [[πρός]] τινα, τινος Α' Ἐπιστ. π. Τιμθο. ε', 11· ὁ Ἰω. Χρυσ. ἑρμηνεύει θρύπτεσθαι, ἀκκίζεσθαι.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />faire fi de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[στρηνιάω]].
}}
}}