καταφερής: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_8)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''καταφερής''': -ές, φερόμενος πρὸς τὰ [[κάτω]], [[εὖτε]] ἂν κ. γίνηται ὁ [[ἥλιος]], [[ὅταν]] ἐγγίζῃ εἰς τὴν δύσιν, Ἡρόδ. 2. 63· ἐπὶ ἐδάφους, [[πρανής]], [[κατωφερής]], ἐπικλινής, «τὰ καταφερῆ, τὰ ἀποκλίματα τῶν ὀρῶν, ἡ κλιτὺς» Ἡσύχ., Λατ. declivis· [[χωρίον]] κ. Ξεν. Κυνηγ. 10. 9· κ. ἐπί τι, κεκλιμένος [[πρός]] τινα τόπον, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 823· [[πρός]] τι, ἀντίθ. τῷ [[εὐθεῖα]], [[αὐτόθι]] 836· κ. φυγὴ καὶ [[κρημνώδης]], πρὸς τὰ [[κάτω]], «τὸν κατήφορον», Πολύβ. 2. 68, 7· [[κατάβασις]] κ. ὁ 3. 54, αὐτ. 5· κ. [[κοιλία]], ἐπὶ διαρροίας, Ὀρειβ. σ. 43 Matth.· μεταφ., [[ὁρμητικός]], κατὰ κεφαλῆς φερόμενος, [[ἐπιτρόχαλος]] καὶ κ. ἡ ῥύσις τῆς λέξεως Διον. Ἁλ. π. Δημ. 40. ΙΙ. κεκλιμένος, [[ἐπιρρεπής]], ἔχων κλίσιν ἢ ῥοπήν, ὡς τὸ Λατ. proclivis, pronus, ἰδίως πρὸς σαρκικὰς ἡδονάς, ἀπολαύσεις, πρὸς [[οἶνον]], πρὸς τἀφροδίσια Πλουτ. Ἀλέξ. 23, Ἀθήν. 589D· εἰς ἀφρ-, Γεωπ. 12. 23, 3· ἀπόλ., [[ἀσελγής]], [[λάγνος]], φειλομειράκιός τε ἦν καὶ κ. Διογ. Λ. 4. 40· ἀκρατεῖς καὶ κ. Ἀθήν. 281F, πρβλ. [[κατάφορος]] [[κατωφερής]].
|lstext='''καταφερής''': -ές, φερόμενος πρὸς τὰ [[κάτω]], [[εὖτε]] ἂν κ. γίνηται ὁ [[ἥλιος]], [[ὅταν]] ἐγγίζῃ εἰς τὴν δύσιν, Ἡρόδ. 2. 63· ἐπὶ ἐδάφους, [[πρανής]], [[κατωφερής]], ἐπικλινής, «τὰ καταφερῆ, τὰ ἀποκλίματα τῶν ὀρῶν, ἡ κλιτὺς» Ἡσύχ., Λατ. declivis· [[χωρίον]] κ. Ξεν. Κυνηγ. 10. 9· κ. ἐπί τι, κεκλιμένος [[πρός]] τινα τόπον, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 823· [[πρός]] τι, ἀντίθ. τῷ [[εὐθεῖα]], [[αὐτόθι]] 836· κ. φυγὴ καὶ [[κρημνώδης]], πρὸς τὰ [[κάτω]], «τὸν κατήφορον», Πολύβ. 2. 68, 7· [[κατάβασις]] κ. ὁ 3. 54, αὐτ. 5· κ. [[κοιλία]], ἐπὶ διαρροίας, Ὀρειβ. σ. 43 Matth.· μεταφ., [[ὁρμητικός]], κατὰ κεφαλῆς φερόμενος, [[ἐπιτρόχαλος]] καὶ κ. ἡ ῥύσις τῆς λέξεως Διον. Ἁλ. π. Δημ. 40. ΙΙ. κεκλιμένος, [[ἐπιρρεπής]], ἔχων κλίσιν ἢ ῥοπήν, ὡς τὸ Λατ. proclivis, pronus, ἰδίως πρὸς σαρκικὰς ἡδονάς, ἀπολαύσεις, πρὸς [[οἶνον]], πρὸς τἀφροδίσια Πλουτ. Ἀλέξ. 23, Ἀθήν. 589D· εἰς ἀφρ-, Γεωπ. 12. 23, 3· ἀπόλ., [[ἀσελγής]], [[λάγνος]], φειλομειράκιός τε ἦν καὶ κ. Διογ. Λ. 4. 40· ἀκρατεῖς καὶ κ. Ἀθήν. 281F, πρβλ. [[κατάφορος]] [[κατωφερής]].
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> qui va en pente, qui descend : [[ἥλιος]] HDT soleil sur son déclin;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> enclin à, porté à, <i>avec</i> [[πρός]] et l’acc..<br />'''Étymologie:''' [[καταφέρω]].
}}
}}