3,258,154
edits
(6_5) |
(Bailly1_3) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κατατροπόομαι''': ἀποθ., [[τρέπω]] εἰς φυγήν, ὡς τὸ [[κατατρέπω]], τινὰ Αἴσωπ. καὶ Βυζ.· καὶ ὁ Παθ. ἀόρ., κατατροπωθεὶς τῷ εὐτυχήματι Ἰωσήπ. Γένεσ. σ. 46D· [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ ἐνεργ., ἀναιροῦσαι καὶ ἀνατροποῦσαι Αἴσωπ. 175. | |lstext='''κατατροπόομαι''': ἀποθ., [[τρέπω]] εἰς φυγήν, ὡς τὸ [[κατατρέπω]], τινὰ Αἴσωπ. καὶ Βυζ.· καὶ ὁ Παθ. ἀόρ., κατατροπωθεὶς τῷ εὐτυχήματι Ἰωσήπ. Γένεσ. σ. 46D· [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ ἐνεργ., ἀναιροῦσαι καὶ ἀνατροποῦσαι Αἴσωπ. 175. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-οῦμαι;<br />mettre en fuite.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[τρέπω]]. | |||
}} | }} |